Ένα Κινέζικο Παραμύθι
Μια φορά κι ένα καιρό δεν υπήρχαν ούτε ποτάμια, ούτε λίμνες πάνω στη γη, αλλά μόνο η Ανατολική Θάλασσα όπου ζούσαν τέσσερις δράκοι: ο Μακρύς Δράκος, ο Κίτρινος Δράκος, ο Μαύρος Δράκος και ο Μαργαριταρένιος Δράκος.
Μια μέρα οι τέσσερις δράκοι πετούσαν στον ουρανό και κατευθύνονταν προς τη στεριά. Ανέβαιναν πολύ ψηλά, έκαναν βουτιές στον αέρα και έπαιζαν κρυφτό μέσα στα σύννεφα.
<<Ελάτε εδώ γρήγορα!!!>> φώναξε ξαφνικά ο Μαργαριταρένιος Δράκος.
<<Τι συμβαίνει;>> ρώτησαν οι άλλοι τρεις κοιτάζοντας κάτω, προς τα εκεί που τους έδειξε ο Μαργαριταρένιος Δράκος. Κάτω στη γη αντίκρισαν ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που έκαιγαν λιβάνια κι έκαναν προσφορές με φρούτα και γλυκίσματα. Όλοι τους προσεύχονταν! Μια γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά και ένα κοκαλιάρικο αγοράκι στην πλάτη της ήταν γονατισμένη στο έδαφος και μουρμούριζε:
<<Σε παρακαλώ, Ουράνιε Πατερά, στείλε μας γρήγορα βροχή για να μπορέσουμε να δώσουμε λίγο ρύζι στα παιδιά μας>>.
Η αλήθεια ήταν πως είχε να βρέξει πάρα πολύ καιρό. Οι σοδειές είχαν μαραθεί, το χορτάρι και τα λιβάδια είχαν κιτρινίσει από τον καυτό ήλιο.
<<Πόσο φτωχοί είναι αυτοί οι άνθρωποι!>> είπε ο Κίτρινος Δράκος. <<Κι αν δεν βρέξει, σύντομα κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα>>.
Ο Μακρύς Δράκος κούνησε το κεφάλι του. Μετά είπε: <<Aς πάμε στον Αυτοκράτορα Σεπτό του Αχάτη να τον παρακαλέσουμε να βρέξει>>.
Και λέγοντας αυτό πέταξε στα σύννεφα. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν κι άρχισαν να πετούν όλοι μαζί προς το Ουράνιο Παλάτι.
Ο Αυτοκράτορας Σεπτός του αχάτη που ήταν υπεύθυνος για όλα όσα συνέβαιναν στον ουρανό, στη γη και στη θάλασσα, ήταν πανίσχυρος. Και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος όταν είδε τους δράκους να πετούν βιαστικά προς το μέρος του.
<<Γιατί έρχεστε εδώ αντί να βρίσκεστε κοντά στη θάλασσα και να συμπεριφέρεστε όπως πρέπει;>> τους ρώτησε.
Ο Μακρύς δράκος έκανε ένα βήμα μπροστά και είπε:
<<Οι σοδειές στη γη έχουν ξεραθεί και χάνονται, Μεγαλειότατε. Σε παρακαλώ να ρίξεις όσο γίνετε πιο γρήγορα βροχή στον κόσμο>>.
Ο Αυτοκράτορας, που εκείνη την ώρα απολάμβανε το τραγούδι των νεράιδων, προσποιήθηκε ότι συμφώνησε μαζί του.
<<Εντάξει. Πηγαίνετε πίσω κι εγώ θα στείλω αύριο μια βροχή>>.
<<Ευχαριστούμε, Μεγαλειότατε!>> είπαν οι τέσσερις δράκοι με μια φωνή και γύρισαν πίσω ευτυχισμένοι.
Αλλά πέρασαν δέκα ολόκληρες μέρες χωρίς να πέσει ούτε μια σταγόνα βροχής στη γη.
Οι άνθρωποι υπέφεραν, κάποιοι άρχισαν να τρώνε φλούδες δέντρων, κάποιοι έτρωγαν τις ρίζες από τα χόρτα και κάποιοι άλλοι αναγκάζονταν να τρώνε χώμα επειδή δεν εύρισκαν ούτε φλούδες δέντρων, ούτε χορτάρια.
Βλέποντας αυτή την κατάσταση οι τέσσερις δράκοι λυπήθηκαν πολύ, γιατί ήξεραν ότι ο Αυτοκράτορας ενδιαφερόταν περισσότερο για τις απολαύσεις του παρά για εκείνους τους ανθρώπους. Έτσι έπρεπε να βασιστούν μόνο στον εαυτό τους για να γλιτώσουν τους ανθρώπους από τα βάσανα τους. Αλλά πως;
Κοιτάζοντας την απέραντη θάλασσα, ο Μακρύς Δράκος δήλωσε στους άλους τρεις πως είχε μια ιδέα.
<<Τι είναι; Πες το γρήγορα!>> απαίτησαν να μάθουν οι άλλοι.
<<Κοιτάξτε. Δεν νομίζετε κι έσεις πως η θάλασσα έχει πάρα πολύ νερό; Θα το πετάξουμε στον ουρανό και αυτό θα πέσει στη γη σαν βροχή και θα σώσει τους ανθρώπους και τι σοδιές τους>>.
<<Καλή ιδέα!>> είπαν οι άλλοι χειροκροτώντας.
<<Αλλά>> είπε ο Μακρύς Δράκος μετά από πολύ σκέψη <<πρέπει να ξέρετε ότι θα κατηγορηθούμε αν ο Αυτοκράτορας μάθει για αυτό>>.
<<Θα κάνω οτιδήποτε για να σώσω προς ανθρώπους >>. Είπε ο Κίτρινος Δράκος αποφασιστικά.
<<Ας αρχίσουμε. Και δεν πρόκειται να μετανιώσουμε ποτέ>>. Φώναξαν ο Μαύρος και ο Μαργαριταρένιος Δράκος, που ήθελαν κι αυτοί να βοηθήσουν τους ανθρώπους.
Κατευθύνθηκαν προς την θάλασσα, μάζεψαν νερό στο στόμα τους και πέταξαν ψηλά στον ουρανό για να το ρίξουν στη γη. Οι τέσσερις δράκοι έκαναν το δρομολόγιο αυτό πολλές φορές. Σε λίγο το θαλασσινό νερό άρχισε να πέφτει στη γη σαν βροχή.
<<Βρέχει! Βρέχει!>>
<<Οι σοδιές θα σωθούν!>>
Οι άνθρωποι άρχισαν να φωνάζουν και να κλαίνε από τη χαρά τους. Το σιτάρι άρχισε να σηκώνετε από το έδαφος και το χορτάρι άρχισε να πρασινίζει.
Όταν ο θεός της θάλασσας το είδε αυτό ειδοποίησε τον αυτοκράτορα.
<<Πως τολμούν οι τέσσερις δράκοι να φέρνουν βροχή χωρίς την έγκριση μου!>> είπε ο Αυτοκράτορας και διέταξε τους ουράνιους στρατηγούς του και τα στρατεύματα τους να συλλάβουν τους τέσσερις δράκους. Οι τέσσερις δράκοι που ήταν πολύ λίγοι να αντισταθούν απέναντι σε τόσο στρατό, αιχμαλωτίστηκαν πολύ γρήγορα και οδηγήθηκαν στο ουράνιο παλάτι.
<<Πήγαινε και φέρε μου τέσσερα βουνά για να τους πλακώσουμε, έτσι ώστε να μην μπορούν πια να ξεφύγουν!>> διέταξε ο Αυτοκράτορας τον θεό των βουνών.
Ο θεός των βουνών χρησιμοποίησε την μαγική του δύναμη, κάλεσε τον άνεμο και τα τέσσερα βουνά έφτασαν πετώντας και πλάκωσαν τους τέσσερις δράκους.
Αλλά και μέσα στη φυλακή τους οι τέσσερις δράκοι ποτέ δεν μετάνιωσαν για την πράξη τους. Κι επειδή ήταν αποφασισμένοι να φέρονται για πάντα καλά στους ανθρώπους, μεταμορφώθηκαν σε τέσσερις ποταμούς που κατέβαιναν από τα ψηλά βουνά και διέσχιζαν την χώρα, για να μην έχουν πια ανάγκη οι άνθρωποι μόνο τις βροχές. Ο Χειλονγκτζιάν, ο Μαύρος Δράκος στο μακρινό Βορρά, ο Χουανγκέ, ο Κίτρινος Δράκος στην κεντρική Κίνα, ο Τσάνγκγιανγκ (που λέγεται και Γιανγκτζέ, ή μακρύ ποτάμι) νοτιότερα και ο Ζουγιάνγκ ο Μαργαριταρένιος Δράκος στις εσχατιές του Νότου..
Πηγή:http:paramythimythiko.pblogs.gr