Τρέχει... τρέχει το νερό... Ο κύκλος του νερού σε ένα παραμύθι |
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μικρή λίμνη, ζούσε μια σταγόνα βροχής, ο Νούλης ο Σταγονούλης.
Κάθε πρωί έκανε την αγαπημένη του συνήθεια: να επιπλέει στην επιφάνεια της λίμνης.
Περνούσε φανταστικά και πολλές φορές έπιανε την κουβέντα με το φίλο του τον κύριο Ήλιο.
Έτσι έκανε και σήμερα το πρωί. Άρχισαν την κουβέντα. Ο Κύριος Σταγονούλης είχε κουραστεί να ζει στο ίδιο μέρος και έλεγε
στο φίλο του τον κύριο Ήλιο ότι θα ήθελε να ταξιδέψει. Να δει τη γη από ψηλά και όλες της τις ομορφιές.
Ο κύριος Ήλιος θέλησε να τον βοηθήσει. «Όσο περνάει η μέρα, θα δυναμώνω τις ακτίνες μου για να σε ζεστάνω», είπε στο Σταγονούλη.
Ο Σταγονούλης ζεσταινόταν όλο και περισσότερο! Ζεσταινόταν και ζεσταινόταν….
«Ουφ! Έσκασα! Κύριε Ήλιε, κάνεις καλή δουλειά με τις ακτίνες σου. Αισθάνομαι όμως κάπως περίεργα. Κάτι γίνεται που δεν το καταλαβαίνω…»
Έτσι και θα δροσιστώ και θα μπορέσω να δω τον κόσμο από ψηλά».
Ανέβαινε και ανέβαινε και πλησίαζε το σύννεφό του. Ο Σταγονούλης είχε πλέον γίνει αόρατος ατμός. Είχε δηλαδή εξατμιστεί.
Σε λίγα λεπτά η μικρή σταγόνα έγινε αόρατη και ταξίδευε προς τον ουρανό.
Τον παρατηρούσε πολλή ώρα από το τηλεσκόπιό του. «Επιτέλους έφτασα!»,αναφώνησε ο Σταγονούλης. «Είμαι έτοιμος για το ταξίδι μου», είπε.
- Καλώς σας βρήκα κύριε Αλμύρα, είμαι ο Σταγονούλης και είμαι έτοιμος για το ταξίδι μας. Ανέβηκα ως εδώ για να δροσιστώ και να δω τον κόσμο από ψηλά.
Ξέρω ότι οι άνθρωποι με χρειάζονται γι’ αυτό πρέπει να βιαστώ!
Ο Σταγονούλης πλησίασε την άκρη του σύννεφου, έσκυψε και έδειξε στον κύριο Αλμύρα τη λίμνη.
- Να εκεί στο νερό ήμουν ξαπλωμένος, είπε.
«Βλέπεις εκείνα τα σύννεφα», του είπε. «Ναι, τα βλέπω», είπε ο Σταγονούλης, «αλλά αυτά δε μοιάζουν με το δικό μας.
Αυτά δεν είναι κατάλευκα, αλλά μαύρα και γκριζωπά. Γιατί;», αναρωτήθηκε.
«Έχουν μαυρίσει γιατί σε αυτά μαζεύτηκαν πολλές σταγόνες για να δροσιστούν και δεν αντέχουν το βάρος τους.
Να τώρα σε λίγο θα ανοίξουν τις πόρτες τους για να τις ρίξουν πάλι στη γη», είπε ο κύριος Αλμύρας.
«Να είσαι έτοιμος κάθε στιγμή. Τα πράγματα μπορεί να δυσκολέψουν ανά πάσα στιγμή και στο δικό μας σύννεφο και να πρέπει να εγκαταλείψεις το σύννεφό μας»,
είπε ο κύριος Αλμύρας στον Σταγονούλη.
«Μείνε ήσυχος! Θα είμαι έτοιμος! Εξάλλου θα ήταν αρκετά διασκεδαστικό να κάμω μια βόλτα σε αυτά τα βουνά εκεί κάτω!», απάντησε ο Σταγονούλης.
Δεν πρόλαβε, όμως ο Σταγονούλης να τελειώσει την κουβέντα του και το συννεφάκι άρχισε να χοροπηδά στον ουρανό και να γίνεται όλο και πιο γκρίζο.
Ο Σταγονούλης αμέσως κατάλαβε ότι έφτασε η ώρα. Γύρισε χαιρέτησε και ευχαρίστησε τον κύριο Αλμύρα και ετοιμάστηκε να πηδήξει.
Αμέσως μόλις πήδηξε ο Σταγονούλης ξαναέγινε αμέσως σταγόνα μιας βροχής και άρχισε να πέφτει προς τη γη με κατεύθυνση τα κοντινά βουνά.
«Γεια σου μικρέ, καλό ταξίδι», άκουσε τη φωνή του κυρίου Αλμύρα που τον αποχαιρετούσε.
Καθώς κατέβαινε ο Σταγονούλης είδε ένα πανέμορφο μικρό ρυάκι που κυλούσε ανάμεσα στα καταπράσινα δένδρα του βουνού.
«Ωραίο μέρος για προσγείωση», σκέφτηκε, «καλύτερα να προσγειωθώ εκεί που είναι και πιο μαλακά».
Όμως, αντί να πέσει στο ρυάκι ο Νούλης έπεσε πάνω σε ένα θεόρατο δέντρο που ήταν δίπλα στο ρυάκι.
Πηδώντας από κλαδί σε κλαδί έσταζε νερό σε όλη τη διαδρομή ως το έδαφος.
«Ουααααααααααααου! Πέφτω!!» Φώναξε ο Σταγονούλης.
Γλίστρησε πάνω σε ένα βράχο και, τσουπ!! Βρέθηκε στο ρυάκι που είχε δει από ψηλά.
«Οοοο!!! Το ρυάκι είναι τέλειο! Νομίζω ότι το ταξίδι μου εδώ θα είναι πολύ διασκεδαστικό! Θα έχει πολύ πλάκα», είπε γελώντας ο Σταγονούλης.
Η βροχή σταμάτησε. «Ααααααααχ! Αυτή είναι ζωή», είπε ο Σταγονούλης που είχε ξαπλώσει και ξεκουραζόταν στην επιφάνεια του νερού και ανέπνεε τον καθαρό αέρα του δάσους.
Το αεράκι του βουνού έριξε ένα καταπράσινο φυλλαράκι στα νερά το οποίο έπεσε και επέπλεε δίπλα στο Νούλη.
«Μόλις απέκτησα και σκάφος» σκέφτηκε και σκαρφάλωσε πάνω στο φυλλαράκι.
Το ρυάκι που ταξίδευε ο Νούλης άρχισε να κινείται όλο και πιο γρήγορα και να γίνεται πιο πλατύ και μεγάλο. Είχε πλέον γίνει ένα ποτάμι.
«Τι συναρπαστικό ταξίδι!», σκέφτηκε ο Νούλης.
Και έτσι συνέχισε το ταξίδι του.....
Πηγή: scribd.com