Μια φορά σε αυτόν τον καιρό σε ένα μεγάλο και όμορφο κήπο ζούσε μια οικογένεια από σκιουράκια, η μαμά, ο μπαμπάς σκίουρος και τα δυο μικρά μωρά τους.
Ο κήπος, είπαμε, ήταν μεγάλος και όμορφος, αλλά ερχόντουσαν σ’ αυτόν και οικογένειες ανθρώπων και ήταν τόσοι πολλοί που τα ζωάκια μας πολλές φορές δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν από το δεντράκι τους...
Σας είπα οτι ζούσαν σε ένα γέρικο τεράστιο καταπράσινο πλάτανο; Σε αυτό το δέντρο περνούσαν αρκετές ώρες της ημέρας και μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος τολμούσαν να βγάλουν λίγο το κεφαλάκι τους και να θαυμάσουν τον κήπο.
Το μικρό της οικογένειας γκρίνιαζε συνεχώς, ήθελε τόσο να χοροπηδά από κλαδί σε κλαδί, να κρύβεται στα φύλλα απο το πλατάνι και να κάνει σκανταλιές με το μεγάλο του αδερφό.
Ο μπαμπάς σκίουρος έλειπε σχεδόν όλη μέρα στην προσπάθειά του να βρει φαγητό για 'ολους, η κυρία σκιουρίνα φυλούσε με την σειρά της τη φωλιά τους από τα άλλα ζώα του κήπου και ο Μίκη, το μικρό μας σκιουράκι, ζάλιζε με τις ώρες τον Τόμμυ, τον μεγάλο αδερφό του, κάνοντάς του χιλιάδες ερωτήσεις για τα πάντα.
Βλέπετε, ο Τόμμυ ηταν πιο τυχερός, τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε όταν ο μεγάλος κήπος άνηκε ακόμα μόνο στα ζωάκια σε έναν καιρό που ακόμη άνθρωποι δεν γνώριζαν την ύπαρξή του, τότε που ακόμα ο μπαμπάς δεν χρειαζόταν να φεύγει τόσο μακρυά για τροφή, που η μανούλα δεν φοβόταν τόσο για την ασφάλειά τους,
τότε που ο ήλιος του ζέσταινε την απαλή του γούνα και να, μόλις στο διπλανό το δέντρο υπήρχαν και άλλα σκιουράκια και όλα μαζί έπαιζαν ευτυχισμένα και χαρούμενα!
Για όλα ήθελε να μάθει ο Μίκη, για τα χρώματα, για τα αρώματα και τη γεύση που είχαν τα αγαπημένα σε όλους τους βελανίδια και ο καημένος ο Τόμμυ, μικρός και αυτός, δεν μπορούσε να του τα εξηγήσει, βαριόταν, κουραζόταν και νοσταλγούσε κιόλας εκείνες τις εποχές...
Δεν του άρεσε πολύ να τα θυμάται...
Θύμωνε συχνά ο Μίκη που λέτε και όλο φώναζε στη μανούλα του: “Καλά, εσένα δε σε πειράζει που είμαστε κλεισμένοι συνέχεια σε αυτήν την τρύπα;“
“Γιατί να με πειράζει μωράκι μου;” του απαντούσε ήρεμα εκείνη “ό,τι αγαπώ είναι εδώ“
Στρεφόταν τότε στο μπαμπά: “Εσύ πάλι δεν κουράζεσαι όλη μέρα να προσπαθείς να βρεις φαγητό;“
“Γιατί να κουράζομαι, μικρό μου; Προσπαθώ γι’ αυτούς που αγαπώ!“
Ο Τόμμυ σε μια άκρη χαμογελούσε πίσω απο τα μουστάκια του, αυτά τα είχε ακούσει και αυτός πριν, τότε που ο κήπος ήταν μόνο δικός τους, που ο ήλιος του ζέσταινε την πλάτη, που τα άλλα ζωάκια τιτίβιζαν ευτυχισμένα δίπλα του...
Του έφτανε τελικά το ένα και μοναδικό πράγμα που δεν άλλαξε ποτέ: υπήρχε ακόμα η αγάπη!!!!
Ελισάβετ Δαμιανίδου
Πηγή: eimaimama.gr
Ο κήπος, είπαμε, ήταν μεγάλος και όμορφος, αλλά ερχόντουσαν σ’ αυτόν και οικογένειες ανθρώπων και ήταν τόσοι πολλοί που τα ζωάκια μας πολλές φορές δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν από το δεντράκι τους...
Σας είπα οτι ζούσαν σε ένα γέρικο τεράστιο καταπράσινο πλάτανο; Σε αυτό το δέντρο περνούσαν αρκετές ώρες της ημέρας και μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος τολμούσαν να βγάλουν λίγο το κεφαλάκι τους και να θαυμάσουν τον κήπο.
Το μικρό της οικογένειας γκρίνιαζε συνεχώς, ήθελε τόσο να χοροπηδά από κλαδί σε κλαδί, να κρύβεται στα φύλλα απο το πλατάνι και να κάνει σκανταλιές με το μεγάλο του αδερφό.
Ο μπαμπάς σκίουρος έλειπε σχεδόν όλη μέρα στην προσπάθειά του να βρει φαγητό για 'ολους, η κυρία σκιουρίνα φυλούσε με την σειρά της τη φωλιά τους από τα άλλα ζώα του κήπου και ο Μίκη, το μικρό μας σκιουράκι, ζάλιζε με τις ώρες τον Τόμμυ, τον μεγάλο αδερφό του, κάνοντάς του χιλιάδες ερωτήσεις για τα πάντα.
Βλέπετε, ο Τόμμυ ηταν πιο τυχερός, τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε όταν ο μεγάλος κήπος άνηκε ακόμα μόνο στα ζωάκια σε έναν καιρό που ακόμη άνθρωποι δεν γνώριζαν την ύπαρξή του, τότε που ακόμα ο μπαμπάς δεν χρειαζόταν να φεύγει τόσο μακρυά για τροφή, που η μανούλα δεν φοβόταν τόσο για την ασφάλειά τους,
τότε που ο ήλιος του ζέσταινε την απαλή του γούνα και να, μόλις στο διπλανό το δέντρο υπήρχαν και άλλα σκιουράκια και όλα μαζί έπαιζαν ευτυχισμένα και χαρούμενα!
Για όλα ήθελε να μάθει ο Μίκη, για τα χρώματα, για τα αρώματα και τη γεύση που είχαν τα αγαπημένα σε όλους τους βελανίδια και ο καημένος ο Τόμμυ, μικρός και αυτός, δεν μπορούσε να του τα εξηγήσει, βαριόταν, κουραζόταν και νοσταλγούσε κιόλας εκείνες τις εποχές...
Δεν του άρεσε πολύ να τα θυμάται...
Θύμωνε συχνά ο Μίκη που λέτε και όλο φώναζε στη μανούλα του: “Καλά, εσένα δε σε πειράζει που είμαστε κλεισμένοι συνέχεια σε αυτήν την τρύπα;“
“Γιατί να με πειράζει μωράκι μου;” του απαντούσε ήρεμα εκείνη “ό,τι αγαπώ είναι εδώ“
Στρεφόταν τότε στο μπαμπά: “Εσύ πάλι δεν κουράζεσαι όλη μέρα να προσπαθείς να βρεις φαγητό;“
“Γιατί να κουράζομαι, μικρό μου; Προσπαθώ γι’ αυτούς που αγαπώ!“
Ο Τόμμυ σε μια άκρη χαμογελούσε πίσω απο τα μουστάκια του, αυτά τα είχε ακούσει και αυτός πριν, τότε που ο κήπος ήταν μόνο δικός τους, που ο ήλιος του ζέσταινε την πλάτη, που τα άλλα ζωάκια τιτίβιζαν ευτυχισμένα δίπλα του...
Του έφτανε τελικά το ένα και μοναδικό πράγμα που δεν άλλαξε ποτέ: υπήρχε ακόμα η αγάπη!!!!
Ελισάβετ Δαμιανίδου
Πηγή: eimaimama.gr