Το βατραχάκι και το μικρό ελάφι

   


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν στο δάσος, ο Λούσα, το μικρό ελάφι και ο φίλος του το βατραχάκι. Μια μέρα το βατραχάκι, κάλεσε τον φίλο του σε τραπέζι. Ο Λούσα φόρεσε τα καλά του ρούχα και ξεκίνησε για το σπίτι...

Στο μεταξύ το βατραχάκι, που αγαπούσε πολύ τον Λούσα και ήθελε να του ευχηθεί όλη την ευτυχία του κόσμου, είχε αγοράσει μια άσπρη κότα και είχε αρχίσει τις ετοιμασίες για να τη μαγειρέψει και να φάνε. Στο χέρι του, το βατραχάκι, φορούσε ένα πολύ ωραίο βραχιόλι.

Όταν έφτασε ο Λούσα, το βατραχάκι άρχισε το μαγείρεμα, μα για να μη λερώσει το βραχιόλι του, το έβγαλε και το άφησε πάνω σ' έναν κομμένο κορμό δέντρου. Το βραχιόλι ήταν πολύ όμορφο και ο Λούσα γύρναγε συνέχεια και το κοίταζε με ζήλια.

Στο τέλος, δεν άντεξε, κι άρχισε να σκέφτεται πώς να το πάρει και να το κάνει δικό του...
Έτσι, μόλις το βατραχάκι πήρε το κανάτι και πήγε στη βρύση να φέρει νερό, άρπαξε το βραχιόλι και το έκρυψε μέσα στο παντελόνι του.

Έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν κι έπειτα αποχαιρετιστήκανε. Όταν ο Λούσα έφυγε, το βατραχάκι μάζεψε το τραπέζι κι έπλυνε τα πιάτα, και όταν τελείωσε τις δουλειές του θυμήθηκε το βραχιόλι κι έψαξε να το βρει. Μα το βραχιόλι του είχε εξαφανιστεί...
Το βατραχάκι, απορημένο, προσπαθούσε να θυμηθεί τί είχε γίνει το βραχιόλι του, όταν θυμήθηκε πως, όσο εκείνος μαγείρευε, τα μάτια του Λούσα δεν ξεκολλούσαν απο το βραχιόλι, και τότε κατάλαβε τί είχε κάνει ο φίλος του.

Όμως δεν είχε ούτε γρήγορα πόδια με οπλές, ούτε κέρατα. Έτσι δεν μπορούσε ούτε να τον πιάσει ούτε να τον πολεμήσει. Το βατραχάκι, πολύ στεναχωρημένο, φώναξε όλη τη μεγάλη οικογένεια των βατράχων, και τους είπε τον καημό του. Τότε τα βατραχάκια πιάστηκαν σφιχτά το ένα με το άλλο και άρχισαν να τρίβουν τα μέτωπά τους.

Και όταν σκέφτηκαν όλα μαζί, έτσι καλά, έβγαλαν μια απόφαση:
κάθε βατραχάκι σ' ολόκληρη τη χώρα, θα κρατούσε στο χέρι πάντα, όπου κι αν πήγαινε, ένα άσπρο φτερό, για να θυμίζει την άσπρη κότα που ο αδερφός τους είχε μαγειρέψει
για τον Λούσα. Κι όποιο συναντούσε ένα Λούσα, οποιοδήποτε Λούσα, θα του έδειχνε το άσπρο φτερό και θα το ρωτούσε: "Πού είναι το βραχιόλι του αδερφού μου;"
Τα βατραχάκια όπως ξέρετε βρίσκονται παντού.

Έτσι, όπου κι αν πήγαινε ο Λούσα, συναντούσε μπροστά του ένα βατραχάκι μ' ένα άσπρο φτερό στο χέρι που τον ρωτούσε:
-Πού είναι το βραχιόλι του αδερφού μου;

Πέρασαν λίγες μέρες και ο Λούσα δεν άντεξε. Πήγε, με κατεβασμένο το κεφάλι, στο βατραχάκι και του έδωσε πίσω το όμορφο βραχιόλι του. Και το βατραχάκι χάρηκε τόσο πολύ! Και ο Λούσα κατάλαβε ότι τίποτα κλεμμένο δεν μπορεί να σου δώσει χαρά.
Η χαρά είναι να δίνεις και να παίρνεις με την καρδιά σου...
Εκτύπωση ανάρτησης ή δημιουργία Pdf ή αποστολή της με Email