Το Αίνιγμα της Αγάπης

   

Θα ξέρετε ασφαλώς ότι όλα τα ζώα, τα πουλιά, και τα έντομα μιλάνε.
Και τα λουλούδια επίσης! Για την ακρίβεια δε μιλάνε μα ψιθυρίζουν,
ψιθυρίζουν τόσο σιγά που πρέπει να πας πολύ κοντά τους για να τ’ ακούσεις. Πιάνουν την κουβέντα με τις ώρες και ούτε που λεν να σταματήσουν.
Ειδικά τα λουλούδια είναι οι μεγαλύτεροι πολυλογάδες.
Τους αρέσει συνήθως να μιλούν για τ’ αρώματα τα χρώματα και την ομορφιά τους.
Μια φορά που λέτε, σ’ ένα μεγάλο καγκελόφραχτο κήπο κι ενώ απομακρυνόταν ο κηπουρός που καθημερινά τα φρόντιζε, έπιασαν το κουβεντολόι!



Πρώτο πήρε το λόγο το Τριαντάφυλλο.
- Θαρρώ πως είμαι το ομορφότερο λουλούδι του κήπου, είπε αυτάρεσκα επιδεικνύοντας
τους πορφυρούς βελούδινους μανδύες του.


- Μα τι λες? διαμαρτυρήθηκε ο Κρίνος ισιώνοντας την κίτρινη γραβάτα του μέσα από το άσπρο του κοστούμι.


- Η μυρωδιά μου, η δροσερή ανάσα μου δεν απαντιέται πουθενά, τον διέκοψε η Γαρδένια κουνώντας με νάζι το λευκό της φόρεμα.

-Ει εειιιι είμαι κι εγώ εδώ, φώναξε ο Πανσές μέσα απ’ το μαβί μεταξωτό πουκάμισό του. Ρίξτε μια ματιά προς τα κάτω και είμαι βέβαιος πως θ’ αλλάξετε γνώμη, είπε και γέλασε τρανταχτά καθώς ένα Μυρμήγκι του γαργαλούσε την πατούσα.


-Για κάντε λιγάκι ησυχία να κοιμηθούμε, αναστέναξε το Νυχτολούλουδο. Και όσον αφορά τ’ αρώματα και την ομορφιά ας το συζητήσουμε το βράδυ ρωτώντας και το φεγγάρι να μας πει τη γνώμη του, και γύρισε νυσταλέα απ’ την άλλη πλευρά για να συνεχίσει τον υπνάκο του.

-Μπα!  Και γιατί παρακαλώ να μη ρωτήσουμε τον ήλιο? αναφώνησε απορημένο το Ηλιοτρόπιο. Αυτός θα ξέρει καλύτερα!




Έξω απ’ το φράχτη του κήπου στεκόταν μια Μαργαρίτα και παρακολουθούσε τη συζήτηση μα δεν τολμούσε να μιλήσει. Δεν είχε και πολλά να πει άλλωστε, ούτε εντυπωσιακή ήταν, και ούτε κουβαλούσε κάποια ιδιαίτερη μυρωδιά στο κορμάκι της.
Ζούσε στο δρόμο δίχως φίλους και εκτός των άλλων τα ρούχα της ήταν βρώμικα και σκονισμένα μιας και ποτέ ο κηπουρός δε σκέφτηκε να την φροντίσει.
Μονάχα άκουγε σιωπηλή την κουβέντα που είχε πια ανάψει για τα καλά.


Το λόγο πήραν με τη σειρά η Ντάλια, το Χρυσάνθεμο, και η Πικροδάφνη που επέμενε διαρκώς πως έπρεπε να την λένε Γλυκοδάφνη και οτι ο νονός της ήταν κουφός, δεν άκουσε καλά κι έτσι έγινε η παρεξήγηση.



Τέλος ο Νάρκισσος σίγουρος για τον εαυτό του και την ομορφιά του, πρότεινε κομπάζοντας να ρωτήσουν την Μέλισσα που καθημερινά ερχόταν και έδινε σε όλους το φιλί της.
-Σωστά, τη Μέλισσα!!! αναφώνησαν όλοι μαζί. Τη Μέλισσαααα!!!

Η Μέλισσα άκουσε τα ξεφωνητά τους πλησίασε κοντά και τους αποκρίθηκε ξύνοντας σκεφτική το κεφάλι της.
-Όλα τα λουλούδια είστε όμορφα το δίχως άλλο. Όλα σας έχετε φανταχτερά χρώματα
και υπέροχα αρώματα που με μεθάνε. Ακόμα και ένα να έλειπε από σας ο κόσμος δεν θα ήταν το ίδιο όμορφος, δεν θα ήταν τόσο δροσερός ο αέρας ούτε κι ο ήλιος θα ήταν τόσο λαμπερός. Ίσως να μην υπήρχε καν το φεγγάρι, είπε χαμογελώντας κλείνοντας πονηρά το μάτι στο Νυχτολούλουδο που ‘χε πια ξυπνήσει για τα καλά τούτη τη φορά. Όλα σας αγαπώ και γι’ αυτό κάθε μέρα θα σας δίνω το φιλί μου!
Μα…μα κάποτε είχα ακούσει συνέχισε η Μέλισσα, ότι ένας από σας λύνει το αίνιγμα της αγάπης…
Όλα τα λουλούδια κοιτάχτηκαν απορημένα μεταξύ τους.
-Ποιος? Ποιος? φώναξαν όλα μαζί μ’ ένα στόμα. Ποιος από μας έχει αυτή τη δύναμη?
Η Μέλισσα ξαναέξυσε λίγο το κεφάλι της να θυμηθεί και ύστερα από λίγο απάντησε.
-Η Μαργαρίτα!
-Η Μαργαρίτα??? αναφώνησαν όλα μαζί ξαφνιασμένα και γύρισαν προς το μέρος της. Μα εκείνη δεν ήταν πια εκεί…


Την ίδια στιγμή ακριβώς μια φωνή ακούστηκε λίγο πιο μακρυά έξω απ’ το φράχτη να μονολογεί…
-Μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά , μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά , μ΄αγαπά δε μ’ αγαπά.
-Μ’ αγαπάααα, ήταν η τελευταία λέξη που άκουσαν καθώς έβλεπαν τα μικρά σκονισμένα πέταλα της Μαργαρίτας να στροβιλίζονται στον αέρα και να πέφτουν απαλά προς το έδαφος….


Αντώνης Δημητρακόπουλος
Εκτύπωση ανάρτησης ή δημιουργία Pdf ή αποστολή της με Email