Στο λαχανόκηπο, ο ήλιος έκαιγε κι όλα τα λαχανικά είχαν κρεμάσει λυπημένα τα φύλλα τους στο χώμα.
«Ουφ! Θα σκάσουμε από τη ζέστη!»
παραπονιόντουσαν.
Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ο κυρ Γιώργης άρχισε να ποτίζει. Το δροσερό νερό έλουσε τους παραπονιάρηδες και η μουρμούρα σταμάτησε. Ξαφνικά, καμιά δεκαριά φρέσκα φυλλαράκια ξεπετάχτηκαν από τη γη. Σε λίγο είχαν μεγαλώσει τόσο όσο άλλα φυτά χρειάζονταν μέρες να φτάσουν τέτοιο ύψος. Με καρότα σαν να έμοιαζαν. Ο κυρ Γιώργης ούτε που τα πρόσεξε παρά μάζεψε το λάστιχο του ποτίσματος και τράβηξε κατά το σπίτι του...
«Μπα! Τι είναι τούτα πάλι;» γκρίνιαξε η ντοματιά, γιατί τα δυναμωμένα καρότα είχαν φυτρώσει ακριβώς δίπλα της.Τα δέκα καρότα άρχισαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους σε μια γλώσσα που κανείς δεν καταλάβαινε. Τα υπόλοιπα λαχανικά κοίταξαν με περιέργεια τα ουρανοκατέβατα καρότα, προτίμησαν όμως να μη μιλήσουν. Σαν πολλοί περίεργοι είχαν μαζευτεί στον κήπο, παραείχε γίνει το κακό.
Μα, αυτά δεν ήταν πηδηματάκια, σάλτοι ήταν, ο καθένας κοντά δυο μέτρα. Μεμιάς έφτασε στην άκρη του λαχανόκηπου. Κι ο Φίλιππος είχε γίνει διπλάσιος, και το τρίχωμά του πυκνό και γυαλιστερό.
Ησυχία δεν είχε κι έτσι έριξε ένα σάλτο ακόμη και βρέθηκε πάνω από το φράχτη. Μπροστά του απλώνονταν λιβάδια που δεν είχε ξαναδεί. Θαμπωμένος, συνέχισε να χοροπηδάει όλο και πιο μακριά ώσπου έφτασε στο δάσος. Ξάπλωσε κάτω από τα σκιερά δέντρα κι αποκοιμήθηκε.
Σε λίγο ροχάλιζε κι ονειρευόταν πως έκανε τσουλήθρα σε καταπράσινα λιβάδια. Πάνω στο καλύτερο όμως, το όνειρο κόπηκε. Τον ξύπνησε κάτι που προσγειώθηκε στο κεφάλι του από ψηλά. Ένα βελανίδι κι άλλο ένα. Το δέντρο κουνιόταν πέρα δώθε.
Ο Φίλιππος κοίταξε προσεκτικά μέχρι που είδε έναν μικρό σκίουρο να έχει σφηνώσει στα πυκνά κλαδιά. Με έναν σάλτο, βρέθηκε κοντά του, τον ξέμπλεξε και τον απίθωσε σώο στο χώμα. Το σκιουράκι έγινε καπνός αφήνοντας μόνο έναν περίεργο ήχο που το κουνέλι μας έκανε την υπόθεση πως σήμαινε «ευχαριστώ».
«Ουφ! Πώς θα φάμε σήμερα;» γρύλισε και πίσω του ξεφώνιζαν πεινασμένα τα έξι μικρά του.
Ο Φίλιππος ρώτησε το γουρούνι τι είχε συμβεί κι εκείνο του εξήγησε πως το φαγητό τους βρισκόταν στην αποθήκη. Κάποιος είχε κλείσει την πόρτα.
Με μια δυνατή σπρωξιά, το κουνέλι άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τα μικρά όρμησαν ενθουσιασμένα στο φαγητό.
Την επόμενη ημέρα, άδικα έψαξε να βρει τα νόστιμα καρότα. Κάποιος άλλος τον είχε προλάβει κι είχε φάει τα υπόλοιπα. Ο Φίλιππος χόρτασε την πείνα του μασουλώντας σκεφτικός ένα μεγάλο φύλλο μαρούλι. Μια περιπέτεια σαν τη δική του, ποιο άλλο κουνέλι την είχε ζήσει αλήθεια; Ή να ήταν άραγε όλα στο όνειρό του...;
Πηγή: deity.gr