Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα που ήθελαν πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Επιτέλους μετά από πολύ καιρό η γυναίκα περίμενε να φέρει στον κόσμο ένα μωράκι...
Στο πίσω μέρος του σπιτιού τους υπήρχε ένα μικρό παράθυρο το οποίο έβλεπε σε έναν καταπληκτικό κήπο, ο οποίος ήταν φυτεμένος με τα ωραιότερα φυτά και λουλούδια. Γύρω γύρω ήταν περιφραγμένος με έναν ψηλό τοίχο και κανείς δεν τολμούσε να μπει μέσα καθώς ανήκε σε μια φοβερή μάγισσα. Μια μέρα η γυναίκα κοιτούσε από το παράθυρο στον κήπο και είδε κάποια λαχταριστά λυκοτρίβολα (σημείωση: τα λυκοτρίβολα είναι φυτά παρόμοια με την γλιστρίδα και μία από τις κοινές ονομασίες τους στα γερμανικά είναι «ραπούντσελ»). Τα λυκοτρίβολα ήταν τόσο πράσινα και φρέσκα που η έγκυος τα λιγουρεύτηκε.
«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ! Άφησε τα μαλλιά σου.»
Μια μέρα περνούσε ένα βασιλόπουλο από το δάσος στο οποίο βρισκόταν ο πύργος. Το βασιλόπουλο είδε την Ραπουνζέλ στο παράθυρο και την άκουσε να τραγουδάει με τόσο γλυκιά φωνή που την ερωτεύτηκε παράφορα. Απογοητεύτηκε όμως καθώς δεν υπήρχε πόρτα στον πύργο και δεν υπήρχε σκάλα που μπορούσε να φτάσει σε αυτό το ύψος.
Έτσι πήγαινε κάθε μέρα στο δάσος και την παρατηρούσε, μέχρι που κάποια μέρα είδε την μάγισσα να έρχεται και να λέει:
«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ! Άφησε τα μαλλιά σου.»
Μετά από αυτό κατάλαβε με ποια σκάλα μπορεί να ανέβει στον πύργο. Έτσι συγκράτησε τα λόγια που θα έπρεπε να πει και την επόμενη μέρα περίμενε να βραδιάσει και πήγε στον πύργο και φώναξε:
«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ! Άφησε τα μαλλιά σου.»
Τότε η Ραπουνζέλ έριξε τις πλεξίδες της και ο πρίγκιπας ανέβηκε στο δωμάτιο της. Αρχικά η Ραπουνζέλ ταράχτηκε πάρα πολύ, καθώς δεν είχε ξαναδεί άντρα. Αλλά το βασιλόπουλο άρχισε να της μιλάει και της εξήγησε ότι το τραγούδι της τον είχε γοητεύσει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να βρει ησυχία παρά μόνο αν την έβλεπε από κοντά.
Τελικά έφυγε ο φόβος από την Ραπουνζελ και ο πρίγκιπας την ρώτησε αν ήθελε να τον παντρευτεί. Η Ραπουνζέλ είδε ότι ήταν νέος και όμορφος και σκέφτηκε ότι θα την αγαπούσε περισσότερο από την γριά μάγισσα. «Θέλω να έρθω μαζί σου και να σε παντρευτώ αλλά δεν ξέρω πως μπορώ να κατεβώ από τον πύργο» απάντησε η κοπέλα «για αυτό κάθε φορά που θα έρχεσαι να μου φέρνεις ένα κουβάρι μετάξι για να πλέξω μία σκάλα και όταν την τελειώσω θα με πάρεις με το άλογο σου.» Τότε συμφώνησαν ότι το βασιλόπουλο θα ερχόταν κάθε βράδυ στη Ραπουνζέλ καθώς την ημέρα πήγαινε η γριά. Η μάγισσα δεν κατάλαβε τίποτε μέχρι που κάποια μέρα η κοπέλα της είπε: «Για πες μου κυρά πως γίνεται και είναι τόσο δύσκολο να σε ανεβάσω πάνω στον πύργο ενώ το βασιλόπουλο ανεβαίνει σε μια στιγμή;»
«Αμάν άπιστο παιδί» απάντησε η μάγισσα «τι είναι αυτά που ακούω, νόμιζα πως σε είχα αποκόψει από τον κόσμο αλλά εσύ με εξαπάτησες» και κατάλαβε αμέσως ότι η Ραπουνζέλ κρατούσε μυστικά. Οργισμένη πήρε τα όμορφα μαλλιά της κοπέλας και τα γύρισε δύο-τρεις φορές από το αριστερό της χέρι, άρπαξε ένα ψαλίδι με το δεξί και χρίτσι-χρίτσι της τα έκοψε. Μετά έστειλε την Ραπουνζέλ σε μια ερημιά όπου θα επιζούσε μόνο με μεγάλη δυσκολία και δυστυχία.
«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ! Άφησε τα μαλλιά σου.»
Εκείνη άφησε να πέσουν τα μαλλιά και το βασιλόπουλο ανέβηκε γρήγορα πάνω, αλλά αντί για την αγαπημένη του βρήκε την μάγισσα η οποία τον κοίταξε με φαρμακερό βλέμμα. «Μάλιστα» λέει ειρωνικά «ήρθες να βρεις την αγαπημένη σου, αλλά το όμορφο πουλάκι δεν είναι πια στη φωλιά του, το πήρε η γάτα που θα σου βγάλει και σένα τα μάτια σου. Για σένα η Ραπουνζέλ χάθηκε για πάντα, δεν πρόκειται να την ξαναδείς.» Το βασιλόπουλο έχασε την λογική του με αυτά που άκουσε και πήδηξε από τον πύργο. Από το πέσιμο δεν έχασε την ζωή του, αλλά έπεσε σε έναν θάμνο με αγκάθια που του τραυμάτισαν τα μάτια και δεν έβλεπε πια καθόλου.
αγόρι. Τότε το βασιλόπουλο άκουσε μια φωνή που του φάνηκε πολύ γνωστή και καθώς κατευθύνθηκε προς την φωνή τον αναγνώρισε η Ραπουνζέλ που έτρεξε να τον αγκαλιάσει κλαίγοντας.
Εικονογράφηση: Nicoletta Ceccoli
μετάφραση: paramithakia.blogspot.gr
μετάφραση: paramithakia.blogspot.gr