Η χώρα της ιστορίας μας είχε έναν ήλιο χρυσαφένιο και ζεστό. Κι αυτός πάλι είχε ένα ηλιοπαιδάκι, χρυσαφένιο και ζεστό. Ο μικρός ήλιος λεγόταν Λάμπης, γιατί πάντα έλαμπε από τη χαρά του.
Κι όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι και θα καλοπερνούσαν, αν δεν υπήρχε ένα πρόβλημα. Ο μικρός ήλιος δεν τα πήγαινε καλά ούτε με τα σημεία του ορίζοντα ούτε και με τη Γεωγραφία. Αυτό το μάθημα καθόλου δεν του άρεσε τον καιρό που πήγαινε στο Ηλιοσχολείο.
Αντί να κάθεται με τους άλλους ήλιους της ηλικίας του στα θρανία, αυτός ξετρύπωνε από τη χαραμάδα, έβγαινε έξω κι έπαιζε. Κι έτσι δεν έμαθε να ξεχωρίζει βορρά και νότο, ανατολή και δύση. Δεν ήξερε το πάνω και το κάτω, μπέρδευε το αριστερό και το δεξί, αγνοούσε τα σύνορα της χώρας.
Ο Λάμπης, λοιπόν, αφού μεγάλωσε και τέλειωσε το σχολείο, ήταν καιρός να πιάσει δουλειά και να αντικαταστήσει τον πατέρα του. Βλέπετε, το επάγγελμα του ήλιου πήγαινε απο πατέρα σε γιο.
Μια μέρα -δεν είχε χαράξει ακόμη- ο μπαμπάς Ήλιος έπιασε τον Λάμπη απο μιαν αχτίδα και βγήκαν βόλτα πάνω από τη χώρα. Πήγαν από δω, πήγαν από κει, πήγαν και παραπέρα. Είδαν την ανατολή, τη δύση, τον βορρά και τον νότο. Όλη τη μέρα τριγύριζαν τη χώρα πάνω-κάτω, κι έκανε ζέστη πολλή, γιατί έλαμπαν δυο ήλιοι μαζί.
Το βράδυ γύρισαν αποκαμωμένοι στο σπίτι και τότε ο μπαμπάς Ήλιος είπε στον Λάμπη:
"Από αύριο λοιπόν, θα είσαι μοναχός. Θα πάρεις τη θέση μου κι έτσι θα μπορέσουμε η μαμά σου κι εγώ να πάμε επιτέλους διακοπές, να ξεκουραστούμε μια στάλα. Κοίτα να με βγάλεις ηλιοπρόσωπο! Θέλω να είμαι περήφανος για σένα!"
Κι ο μικρός ήλιος κοιμήθηκε πολύ ανήσυχα, γιατί από την επόμενη μέρα άρχιζαν τα δύσκολα.
Και ήρθε η επόμενη μέρα, κι ο Λάμπης αγουροξυπνημένος, βγήκε στο μισοσκόταδο. Στην αρχή πήγαινε καλά και θυμόταν ό,τι του είχε πει ο πατέρας του. Είδε τα ψηλά βουνά της χώρας και πιο πέρα, τις καταπράσινες πεδιάδες. Είδε και τους αγρότες που ξεκίναγαν για τα χωράφια.
"Ωραία!" είπε μόνος του. "Καλά πάω!".
Συνέχισε τον δρόμο του χαρούμενος, δεν πέρασε ώρα όμως και κοντοστάθηκε αναποφάσιστος.
"Πού είπαμε είναι το αριστερά και πού το δεξιά; Είμαι στον βορρά ή στον νότο;"
Κοίταξε προς τα κάτω, δεν υπήρχε όμως κανείς να τον φωτίσει. Προχωρούσε στα τυφλά ώσπου μπερδεύτηκε περισσότερο.
"Αχ Λάμπη", μονολόγησε, "η Γεωγραφία ήταν χρήσιμο μάθημα τελικά!".
Ο μικρός ήλιος περιπλανιόταν με τις ώρες. Όταν κοίταξε το ρολόι του, είδε πως είχε φτάσει η στιγμή να δύσει. Νυσταγμένος, κρύφτηκε πίσω από ένα βουνό και το έριξε στον ύπνο.
Στο μεταξύ, στη χώρα, πράματα και θάματα είχαν συμβεί. Οι άνθρωποι κόντευαν να χάσουν τα μυαλά τους. Αφού ο Λάμπης δεν ήξερε κατα πού πήγαινε κι έκανε του κεφαλιού του, άλλοτε ήταν μέρα κι άλλοτε νύχτα. Όσες δουλειές ξεκίνησαν δεν έλεγαν να τελειώσουν. Μια είχε φως και μια σκοτάδι. Και δεν ήταν και λίγοι αυτοί που φοβήθηκαν!
Πρωί-πρωί την επόμενη μέρα, ο Λάμπης ξύπνησε, χασμουρήθηκε, τεντώθηκε και σκαρφάλωσε στο βουνό. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά, τίποτα όμως δεν του φάνηκε γνώριμο.
Εκεί που ανέβαινε ψηλά και προχωρούσε, τον είδε μια γριούλα που τάιζε τις κότες της.
"Από τη δύση ξεκινάει ο ήλιος σήμερα; Πάει, χάλασε ο κόσμος!" μονολόγησε.
Σαν καλοκοίταξε όμως, αναγνώρισε τον μικρό ήλιο.
"Μπα σε καλό μου, ο Λάμπης είναι! Βρε το κούτσικο! Χάθηκε, φαίνεται. Γι' αυτό έγινε τέτοια ανακατωσούρα ψες!".
Κι όσο γρηγορότερα μπορούσε, έτρεξε και το είπε στη γειτόνισσα, κι αυτή με τη σειρά της το πρόλαβε στην άλλη γειτόνισσα, κι αυτή στον γείτονα, μέχρι που το έμαθαν ο δάσκαλος, ο παπάς κι ο πρόεδρος του χωριού.
Ο πρόεδρος τηλεφώνησε στον δήμαρχο της κοντινότερης πόλης, κι αυτός με τη σειρά του στο νομάρχη, ο νομάρχης στον υπουργό, ώσπου έφτασε και στ' αυτιά του πρωθυπουργού.
Αυτός κάλεσε έκτακτο συνέδριο που κράτησε όλο το μεσημέρι κι όλο το απόγευμα. Κι επιτέλους κατά το βραδάκι βγήκε η απόφαση που ανακοινώθηκε από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο:
"Προσοχή! Έκτακτη ανακοίνωση! Ο ήλιος Λάμπης, που ανέλαβε πρόσφατα υπηρεσία, έχει χάσει τον δρόμο του. Παρακαλούμε όλους τους κατοίκους της χώρας να κάνουν ό,τι μπορούν για να μη βυθιστούμε στο σκοτάδι. Μετά απο σοβαρή μελέτη της κατάστασης, κρίθηκε απαραίτητο να μπουν πινακίδες παντού, στις πόλεις, τα χωριά, τους δρόμους, τα σταυροδρόμια!".
Όσο η κυβέρνηση συνεδρίαζε για να πάρει την παραπάνω απόφαση, όλοι οι κάτοικοι της χώρας συνέχιζαν όπως-όπως τις δουλειές τους έχοντας μαζί τους κεριά, σπίρτα, λαμπάδες, φακούς, φανάρια.
Κι ο καημένος ο Λάμπης; Αυτός, αφού είδε κι αποείδε, κρύφτηκε πάλι πίσω απο ένα βουνό και δεν έλεγε να ξεμυτίσει. Ήταν απαρηγόρητος και τα έβαζε με τον εαυτό του για την ανακατωσούρα που είχε δημιουργηθεί.
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στους κατοίκους της χώρας, όταν επιτέλους ανακοινώθηκε η σωτήρια απόφαση, η ώρα ήταν, σύμφωνα με το δικό μου το ρολόι, οκτώ το βράδυ. Όλοι βγήκαν από τα σπίτια τους κι ο καθένας κουβαλούσε ξύλα, καρφιά, χρωματιστές ταμπέλες, μπογιές, πινέλα.
Όλη τη νύχτα, μικροί και μεγάλοι, έκοβαν σανίδες, έβαφαν και κάρφωναν και προτού χαράξει η επόμενη μέρα, η χώρα είχε αποκτήσει χιλιάδες πινακίδες που έδειχναν τον βορρά, τον νότο, την ανατολή και τη δύση, τα χωριά και τις πόλεις, τους δρόμους, τα βουνά και τα ποτάμια. Και τώρα, αποκαμωμένοι, περίμεναν όλοι τον Λάμπη.
Ο μικρός ήλιος ξύπνησε, έτριψε τα μάτια και ξετρύπωσε αργά-αργά πίσω από το βουνό όπου είχε κοιμηθεί.
"Τι μέρα με περιμένει! αναστέναξε. Δε βλέπω φως από πουθενά! Πάλι θάλασσα θα τα κάνω! Πάλι θα χάσω τον δρόμο μου!"
Κι εκεί που μιλούσε μοναχός του, είδε την πρώτη πινακίδα. Έριξε μια αχτίδα πάνω της και διάβασε: "Όρος Ατελείωτο". Προχώρησε πιο κάτω, και να! Κι άλλη πινακίδα. "Προς Κάτω Πευκώνα". Πιο πέρα ξεκινούσε ο δρόμος και, στη μια του άκρη, πρόσεξε μια πινακίδα που έδειχνε τα σημεία του ορίζοντα.
"Υπήρχαν όλα αυτά και δεν τα έβλεπα ή ξεφύτρωσαν μοναχά τους," αναρωτήθηκε ο Λάμπης.
Όπως και να 'χε το πράγμα, είχε ξαναβρεί τον δρόμο του. Στη διαδρομή έσκυβε και χαμογελούσε στους ανθρώπους που του κουνούσαν φιλικά το χέρι.
Από τότε, ο Λάμπης δεν πήρε ποτέ λάθος κατεύθυνση. Και μέχρι σήμερα, όλοι έχουν να λένε πως, τότε που ο ήλιος βρήκε ξανά τον δρόμο του, ήταν η φωτεινότερη μέρα της ζωής τους!
Εικονογράφηση: Ευγενία Παπαϊωάννου
Εκδόσεις Σαϊτα