Ήταν κάποτε µια χώρα που είχε πάρα πολλά ηφαίστεια. Άλλα ήταν µεγάλα, άλλα µικρά. Τα περισσότερα πάντως όλη µέρα τεµπέλιαζαν. Ήταν σβησµένα σαν να λέµε ή κοιµόντουσαν του καλού καιρού!
Ένα τέτοιο ηφαίστειο, µικρό σε µέγεθος και σε ηλικία, βρέθηκε σε αυτή την ιστοριούλα. Θα το βαφτίσουµε Κοιµίση.
Ο Κοιµίσης ήταν πολύ ήσυχος, αλλά και πολύ µόνος. Ήθελε να παίξει, να τρέξει, να κάνει τις σκανταλιές του, έλα όµως που δεν µπορούσε να κουνηθεί! Η µοίρα του ήταν να µένει ριζωµένος στο σηµείο που γεννήθηκε.
Για χρόνια, η περιοχή γύρω του ήταν έρηµη κι ακατοίκητη. Ο κόσµος φοβόταν το µικρό ηφαίστειο, µπας και κάνει καµιά έκρηξη, βγάλει λάβα καυτερή από τα σπλάχνα του και καταστρέψει ό,τι βρεθεί εµπρός του.
Ο Κοιµίσης όµως, ούτε είχε ποτέ σκεφτεί να καταστρέψει κανέναν. Έµενε πάντα ήσυχος, στον ίδιο τόπο. Από εκεί έβλεπε τις εποχές να αλλάζουν και τους µήνες να περνούν. Ερχόταν η άνοιξη και µπουµπούκιαζαν όλα γύρω του, πρασίνιζε ο τόπος κι ήταν ευχαριστηµένος. Ερχόταν το καλοκαίρι κι υπήρχαν ακόµα λουλούδια, κι η ωραία ζέστη τον έκανε να νιώθει καλά. Το φθινόπωρο µελαγχολούσε λίγο που τα φύλλα των δέντρων κιτρίνιζαν κι έπεφταν. Όταν όµως έφτανε ο χειµώνας, καθόλου δεν του άρεσε. Έπιανε κρύο κι όλα ερήµωναν. Ευτυχώς περνούσε γρήγορα κι ερχόταν ξανά η άνοιξη.
Οι άνθρωποι, σαν κατάλαβαν πως ο Κοιµίσης ήταν πάντα φιλικός, ξεθάρρεψαν. Ήρθαν κι έχτισαν τα σπίτια τους και τα νοικοκυριά τους πολύ κοντά του. Ο Κοιµίσης ήταν τώρα όλο τον χρόνο χαρούµενος.
Ο φετινός χειµώνας όµως ήταν πολύ βαρύς και το κρύο τσουχτερό. Όλοι οι άνθρωποι τριγυρνούσαν κουκουλωµένοι µε σκουφιά και κασκόλ κι οι πιο πολλοί είχαν κρυολογήσει.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά φταρνίζονταν και από το φύσα-φύσα, είχαν κάτι µύτες κόκκινες σαν τα παντζάρια.
Ο Σταµάτης, ένας πιτσιρίκος οκτώ χρονών, κρυολόγησε κι αυτός και δεν πήγε σχολείο. Αναγκαστικά λοιπόν, έµεινε στο σπίτι.
Βαριόταν πολύ και κάθισε κοντά στο παράθυρο να βλέπει έξω. Για παιχνίδι, έπιασε να ζωγραφίζει µε τον αχνό της αναπνοής του στο τζάµι. Δεν πέρασε ώρα κι άκουσε έναν θόρυβο, σαν κάποιος να φταρνίστηκε πολύ δυνατά και να έβηξε ακόµα πιο δυνατά. Κόλλησε τη µύτη του στο τζάµι και κοίταξε έξω. Πέρα µακριά, καπνός και πέτρες πεταγόντουσαν από το µικρό ηφαίστειο.
«Μαµά, µπαµπά, τρεχάτε!» φώναξε µισοτροµαγµένος ο Σταµάτης.
Σε λίγο, έξω από το σπίτι, είχε µαζευτεί κόσµος πολύς κι ο καθένας έλεγε τα δικά του.
«Λέτε να ξύπνησε ο Κοιµίσης;» ρώτησε ένας.
«Ξύπνησε ο Κοιµίσης;» ρώτησε κι ο διπλανός του.
«Πω πω, ο Κοιµίσης ξύπνησε!» είπαν πέντε-έξι µ’ ένα στόµα.
Στη στιγµή ακούστηκαν τρία απανωτά φταρνίσµατα.
«Γεια σου!» είπαν όλοι µαζί από συνήθεια.
«Ευχαριστώ!» απάντησε µια βραχνή φωνή.
«Ποιος, ποιος είναι;» φώναξε ένας κι έπειτα όλοι µαζί.
«Εγώ, ο Κοιµίσης! Το ηφαίστειο».
«Ο Κοιµίσης! Ο Κοιµίσης!» ακούστηκε σαν τροµαγµένος ψίθυρος.
«Πολύ κρύο! Μππρρρ! Την άρπαξα άσχηµα! Συναχώθηκα!» είπε το ηφαίστειο και ξαναφταρνίστηκε.
«Γεια σου!» είπαν πάλι οι άνθρωποι.
«Πω πω χάλι! Εγώ δεν έχω µαµά να µε φροντίζει!» άρχισε να κλαψουρίζει το ηφαίστειο.
«Κάτι πρέπει να κάνουµε!» είπε τότε ο πρόεδρος του χωριού σκεφτικός. «Να φωνάξουµε έναν γιατρό».
Με τα πολλά, ήρθε ο γιατρός. Έκανε επίσκεψη στον άρρωστο, φορώντας κράνος στο κεφάλι, αφού το ηφαίστειο, µε κάθε του φτάρνισµα, πετούσε πέτρες πέρα µακριά.
Ο γιατρός κατέβασε ένα γιγαντιαίο θερµόµετρο στον κρατήρα και πήρε τη θερµοκρασία.
«Πολύ ψηλή!» µουρµούρισε κουνώντας το κεφάλι. «Ο άρρωστος έχει πυρετό, εκατόν σαράντα και µισό!».
Αµέσως έγραψε µια συνταγή και δέκα νοσοκόµες βάλθηκαν να την εκτελέσουν. Κουβάλησαν όλο το απόθεµα του φαρµακείου σε σιρόπι, το έβαλαν σε κατσαρόλες και το άδειασαν στον κρατήρα του Κοιµίση.
«Απαίσιο είναι!» γκρίνιαξε αυτός, γιατί καθόλου δεν του άρεσε η γεύση που είχε το σιρόπι.
«Σιωπή! Θα σου κάνει καλό!» του είπαν οι δέκα νοσοκόµες µαζί.
Το µικρό ηφαίστειο -θέλοντας και µη- υπάκουσε, γιατί σκέφτηκε πως η άνοιξη δε θα αργούσε να έρθει. Θα έφευγε η παγωνιά από µέσα του και θα µπορούσε πάλι να αναπνεύσει ξέγνοιαστο.
Κι οι µέρες περνούσαν και περνούσαν, µα ο Κοιµίσης δεν έλεγε να γίνει καλά. Φταρνιζόταν και πέτρες κυλούσαν! Έβηχε και τα σπίτια κουνιόντουσαν λες και γινόταν σεισµός!
Όλοι ήταν τροµερά ανήσυχοι. Πολλά σπίτια είχαν πάθει ρωγµές, από αλλού είχαν φύγει κεραµίδια. Το σιρόπι του φαρµακείου είχε τελειώσει και κάθε δυο µέρες, φορτηγά από την πόλη ξεφόρτωναν καινούργιο.
Ο Σταµάτης, που στο µεταξύ είχε γίνει περδίκι, έβλεπε τον Κοιµίση που δεν καλυτέρευε και στενοχωριόταν. Κι όλο σκεφτόταν και σκεφτόταν, ώσπου µια ιδέα του κατέβηκε.
Σάββατο ήταν, δεν είχε και σχολείο. Ντύθηκε λοιπόν ζεστά και βγήκε από το σπίτι κρατώντας παραµάσχαλα το βιβλίο µε τις αγαπηµένες του ιστορίες. Σκαρφάλωσε µέχρι το ηφαίστειο και κάθισε σε µια µεγάλη πέτρα.
«Γεια σου Κοιµίση! Με λένε Σταµάτη!» συστήθηκε στο µικρό ηφαίστειο.
«Γεια και σ’ εσένα!» απάντησε αυτός βραχνιασµένος.
«Ξέρεις, ήµουν κι εγώ άρρωστος. Τώρα όµως έγινα καλά! Θέλεις να σου κάνω παρέα;» ρώτησε ο Σταµάτης.
«Αν θέλω, λέει!»
Κι ο Σταµάτης βολεύτηκε, άνοιξε το βιβλίο του κι άρχισε να διαβάζει δυνατά µια ιστορία για δράκους και ιππότες.
«Τι ωραία!» έκανε ενθουσιασµένος ο Κοιµίσης.
Κι ούτε που κατάλαβαν για πότε τελείωσε το βιβλίο!
Κι ούτε που κατάλαβαν για πότε τελείωσε το βιβλίο!
Την επόµενη ηµέρα, ο Σταµάτης έφερε κι άλλο βιβλίο µαζί του και το ίδιο έκανε και τη Δευτέρα µετά το σχολείο. Κουβάλησε µάλιστα και τους φίλους του να κάνουν επίσκεψη στο άρρωστο ηφαίστειο.
Με τους καινούριους φίλους, το διάβασµα και το σιρόπι µαζί, ο Κοιµίσης επιτέλους καλυτέρεψε. Ώσπου το κρύωµα τού πέρασε ολότελα. Ούτε έβηχε ούτε φταρνιζόταν και κανένας δεν κινδύνευε πια. Τα κεραµίδια επισκευάστηκαν και τα ραγίσµατα στους τοίχους µπαλώθηκαν.
Όλοι µαζεύτηκαν έξω από την κοινότητα για να ευχαριστήσουν τον γιατρό για τη θεραπεία. Ο πρόεδρος έβγαλε έναν βαρυσήµαντο λόγο για την υγεία και τη σηµασία της. Κανένας από τους
µεγάλους δεν κατάλαβε πως ο πραγµατικός λόγος που ο Κοιµίσης έγινε καλά ήταν η συντροφιά των φίλων. Όλοι παρακολουθούσαν µε ανοιχτό το στόµα, όπως αρµόζει σε τέτοιες περιπτώσεις, και χειροκροτούσαν µε ενθουσιασµό.
Όλοι; Χµ! Όχι! Ο Σταµάτης και οι φίλοι του είχαν κουβαλήσει στολίδια και γλυκά, σερπαντίνες και µπισκότα, ζουµερά πορτοκάλια και καλογυαλισµένα µήλα κι είχαν στήσει τη δική τους γιορτή παρέα µε τον Κοιµίση. Και σίγουρα πέρασαν πολύ καλύτερα από τους µεγάλους.
Και µέσα στο καταχείµωνο, µέχρι ο ήλιος να δύσει, γύρω από τη µεγάλη παρέα, η άνοιξη είχε φτάσει πιο νωρίς. Πάντα εξάλλου είναι άνοιξη για όσους την έχουν στην καρδιά τους.
Εικονογράφηση: Ευγενία Παπαϊωάννου
Εκδόσεις Σαΐτα