Ο Αντώνης ήταν από τη Βόρεια Ήπειρο κι ήρθε στην τάξη μας, την έκτη δημοτικού, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ήταν ένα αδύνατο και χλωμό παιδί που σηκωνόταν όρθιο κάθε φορά που ο δάσκαλος έμπαινε στην τάξη ή κάθε φορά που ο δάσκαλος του απηύθυνε το λόγο. Εμείς, από την άλλη, που καμία συμπάθεια δεν τρέφαμε για το συγκεκριμένο δάσκαλο, κάναμε την απίστευτη φασαρία όποτε έμπαινε στην αίθουσα κι αναρωτιόμασταν γιατί ο καινούριος μας συμμαθητής πεταγόταν κάθε φορά σε στάση προσοχής. Παρόλα αυτά και μέσα στην παραπάνω φασαρία, ο Αντώνης συνέχιζε να σηκώνεται όρθιος σε ένδειξη σεβασμού και ποτέ δεν αναρωτήθηκε γιατί κανείς άλλος εκτός από αυτόν δεν το
έκανε.
Ο Αντώνης φορούσε κάθε μέρα τα ίδια ρούχα. Ένα τζιν παντελόνι που έφτανε μια παλάμη πάνω απ’ τον αστράγαλό του κι ένα τζιν μπουφάν που τα μανίκια του με το ζόρι κατέβαιναν ως τους καρπούς του.
Ο Αντώνης περπατούσε πάντα με σκυμμένο το κεφάλι και με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Δεν το σήκωνε ούτε όταν κάποιος του απηύθυνε το λόγο, ούτε καν όταν κάποιος τον αποκαλούσε «Αλβανό». Ούτε και το κατέβαζε χαμηλότερα όμως.
Ο Αντώνης κουβαλούσε κάθε μέρα στο σχολείο τα βιβλία του μέσα σε μια διάφανη πλαστική σακούλα όπως αυτές που παίρνουμε από το σούπερ μάρκετ, βάζουμε μέσα τα ψώνια μας κι αφού τις αδειάσουμε στο σπίτι μας, τις πετάμε έπειτα στα σκουπίδια.
Όταν θα πήγαινα στην πρώτη δημοτικού, μου αγόρασαν μια σάκα ροζ με άσπρες καρδιές. Την κουβαλούσα στην πλάτη μου και φούσκωνα σαν το μπαλόνι από το καμάρι. Μεγαλώνοντας, ντρεπόμουν να την παίρνω στο σχολείο. Μπέμπα ήμουν ακόμη για να έχω ροζ σάκα γεμάτη καρδιές; Δεν μου έκανε όμως καρδιά να την αποχωριστώ κιόλας, οπότε την κράτησα στο δωμάτιό μου και την πρόσεχα ως κόρη οφθαλμού. Αυτό που δεν ήξερα ήταν πως μερικά χρόνια μετά, θα την χάριζα στον Αντώνη.
Το συζήτησα με τη διπλανή μου. Τόσα μολύβια και γόμες είχαμε όλοι μας. Διπλά και τρίδιπλα. Ένα να έδινε ο καθένας μας, ο Αντώνης θα έκανε τη μεγαλύτερη συλλογή. Ο δάσκαλος συμφώνησε. Την επόμενη ώρα, τον έστειλε τάχα να φέρει κιμωλίες από το γραφείο και μίλησε στα παιδιά. Ας έφερνε ο καθένας ό,τι ήθελε. Δώρο για τον Αντώνη. Εγώ θα έφερνα σάκα. Τη ροζ με τις άσπρες καρδούλες.
Τσάμπα μου φώναζε η μάνα μου πως δεν ήταν σάκα για αγόρι αυτή. «Θα τον προσβάλλεις, δεν το καταλαβαίνεις;», μου ’λεγε και μου ξανάλεγε. Μα εγώ, είχα μουλαρώσει. Θα έκανα δώρο στον Αντώνη την αγαπημένη μου σάκα. Θα την αποχωριζόμουν μετά από έξι χρόνια συνύπαρξης και για μένα αυτό ήταν κάτι τόσο μεγάλο! Γιατί η μάνα μου δεν μπορούσε να το καταλάβει;
Ύστερα από κείνη τη μέρα, ο Αντώνης δεν κουβαλούσε πια τα βιβλία του σε πλαστικές σακούλες. Ο Αντώνης φορούσε στην πλάτη του τη ροζ σάκα με τις άσπρες καρδούλες και περπατούσε όλο καμάρι. Πού ήσουνα, μάνα μου, να έβλεπες πόσο άδικο είχες γιατί τον Αντώνη δεν τον πείραζε που η σάκα ήταν ροζ. Τον Αντώνη δεν τον πείραζε που η σάκα είχε άσπρες καρδούλες. Του έφτανε που είχε σάκα. Κι από τότε, όποτε τη φορούσε στους ώμους και προχωρούσε, δεν έσκυψε το κεφάλι κάτω ποτέ ξανά.