Ζούσε κάποτε σε μια μακρινή χώρα ένας καλός κι ευγενικός έμπορος με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη.
Η γυναίκα του όμως αρρώστησε και πέθανε κι ο άντρας της αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, για να έχει η αγαπημένη του κόρη μια μητέρα. Δεν ήξερε όμως τι τον περίμενε... Η νέα του γυναίκα ήταν κακιά και φαντασμένη και οι δύο της κόρες ήταν όμορφες στην όψη μα άσχημες στην καρδιά.
Δεν πέρασε λίγος καιρός και ο έμπορος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι. Έτσι άφησε τη κόρη του μόνη με τη μητριά και τις δυο της κόρες.
«Κόρη μου», της είπε, «πρέπει να λείψω για λίγο καιρό. Θα σε σκέφτομαι συνέχεια, αλλά είμαι σίγουρος πως με την καινούρια σου μητέρα θα είσαι ευτυχισμένη».
Η κόρη του τον αγκάλιασε και του είπε ότι θα προσπαθήσει να την αγαπήσει όσο αγαπάει κι αυτόν.
Μόλις έφυγε ο πατέρας της η μητριά, που ζήλευε τη κοπέλα γιατί ήταν όμορφη και καλή ,την έντυσε με κουρέλια και την έβαζε να κάνει όλες τις δουλείες του σπιτιού σαν να ήταν υπηρέτρια. Της φερόταν πολύ άσχημα και επειδή η καημένη ήταν συνέχεια κουρασμένη και βρόμικη από τις στάχτες της κουζίνας τη φώναζαν Σταχτοπούτα.
Μια μέρα ο βασιλιάς της χώρας αποφάσισε να διοργανώσει ένα μεγάλο χορό για να βρει γυναίκα ταιριαστή για το γιο του, τον πρίγκιπα.
Μόλις άκουσαν τα νέα οι αδερφές της Σταχτοπούτας, άρχισαν αμέσως να ετοιμάζονται για τον χορό. Η μητέρα τους σκεφτόταν περήφανη:
«Σίγουρα μια από τις δύο κόρες μου θα γίνει πριγκίπισσα!».
Η Σταχτοπούτα δούλεψε πολύ σκληρά για να ετοιμάσει τα φουστάνια τους και να τις κάνει όμορφες για το χορό. Κι όταν ρώτησε τη μητριά της αν μπορούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, εκείνη όλο κακία γέλασε και είπε:
«Είσαι πολύ άσχημη και πολύ βρώμικη για να σε πάρουμε μαζί μας Σταχτοπούτα. Θα μείνεις κλειδωμένη στην κουζίνα μέχρι να γυρίσουμε..»
Η μητριά και οι κόρες της έφυγαν ντυμένες και στολισμένες για το χορό ενώ η Σταχτοπούτα γύρισε στην κουζίνα και έβαλε τα κλάματα.
«Αχ, να μπορούσα να πάω και εγώ στον χορό του πρίγκιπα!»
Ξάφνου, εκεί που έκλαιγε, είδε ένα παράξενο φως. Μπροστά της παρουσιάστηκε μια όμορφη γυναίκα, με πανέμορφο γαλάζιο φόρεμα που άστραφτε ολόκληρη.
«Σταχτοπούτα είμαι η νονά σου και είμαι νεράιδα. Θα σε βοηθήσω εγώ να πας στο χορό.»
Βγήκαν μαζί στο κήπο και η νονά της άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι μια κολοκύθα, που αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη άμαξα. Κάτι ποντικάκια που έπαιζαν εκεί γύρω έγιναν όμορφα άλογα. Τέλος άγγιξε και τη Σταχτοπούτα με το ραβδί της. Έκπληκτη εκείνη κοιτάχτηκε και είδε πως φορούσε ένα χρυσό φόρεμα και δυο κρυστάλλινα γοβάκια!
«Και τώρα είσαι έτοιμη για το χορό! Αλλά πρόσεξε! Πρέπει να φύγεις πριν από τα μεσάνυχτα γιατί τότε τα μάγια θα λυθούν. Η άμαξα θα γίνει ξανά κολοκύθα και τα ρούχα σου κουρέλια!» Η Σταχτοπούτα ευτυχισμένη που θα πήγαινε στο χορό ανέβηκε στην άμαξα και έφυγε αφού πρώτα ευχαρίστησε τη νονά της και της υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε πριν από τα μεσάνυχτα.. Όταν μπήκε στο παλάτι όλοι έμειναν άφωνοι από την ομορφιά της. Αναρωτιόταν ποια ήταν η όμορφη νέα και από πού είχε έρθει. Η μητριά και οι κόρες της δεν την αναγνώρισαν και είχαν σκάσει από τη ζήλια τους!
Έβλεπαν πώς ο πρίγκιπας είχε μαγευτεί και όλο το βράδυ χόρευε μόνο μαζί της. Η Σταχτοπούτα ερωτεύτηκε αμέσως τον πρίγκιπα το ίδιο κι αυτός. Χόρευαν ευτυχισμένοι ώσπου ξαφνικά... Ντιν, Νταν! Το ρολόι του παλατιού σήμανε μεσάνυχτα! Η Σταχτοπούτα χωρίς να πει λέξη άρχισε να τρέχει για να φύγει πριν λυθούν τα μάγια και γίνει ξανά μια φτωχή κοπέλα. «Στάσου!» φώναξε ο πρίγκιπας μα δεν την πρόλαβε. Το μόνο που βρήκε ήταν το γοβάκι της που είχε πέσει στις σκάλες.
Η Σταχτοπούτα ίσα-ίσα πρόλαβε να μπει στην κουζίνα πριν φτάσουν οι αδερφές της και η μητριά της στο σπίτι. Την επόμενη μέρα ο πρίγκιπας έστειλε έναν αυλικό να ψάξει σ' όλο το βασίλειο και να του φέρει την κοπέλα που στο πόδι της θα ταίριαζε το κρυστάλλινο γοβάκι. Με τα πολλά ο αυλικός του βασιλιά έφτασε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας.
Οι αδερφές της δοκίμαζαν με πείσμα το γοβάκι αλλά τους ήταν πολύ μικρό. Η Σταχτοπούτα ήθελε και αυτή να το δοκιμάσει άλλα η μητριά της δεν την άφησε.
«Τι δουλειά έχεις εσύ να ανακατεύεσαι με πρίγκιπες; Σταχτοπούτα... δε βλέπεις πως είσαι μέσα στις στάχτες και στα κουρέλια;» Της είπε με ειρωνεία θυμωμένα. «Εσένα η δουλειά σου είναι στη κουζίνα» συνέχισε με κακία.
Ο αυλικός όμως, είχε σαφείς εντολές από τον πρίγκιπα. Αγνόησε φυσικά τη κακιά μητριά και κάλεσε τη Σταχτοπούτα να δοκιμάσει και αυτή το γοβάκι. Όταν είδαν πως της έκανε, η μητριά και οι κόρες της, πρασίνισαν από το κακό τους!
Ο αυλικός, χαρούμενος για την επιτυχία του, πήγε αμέσως τη Σταχτοπούτα στο παλάτι και ο πρίγκιπας την αναγνώρισε!
Οι δύο αδερφές και η μητριά της, έσκασαν από το κακό τους και έφυγαν άρον άρον από το βασίλειο κι ούτε που ξανάκουσε ποτέ κανείς γι αυτές.
Όσο για τη Σταχτοπούτα... παντρεύτηκε τον πρίγκιπα και έμειναν στο παλάτι, μαζί με τον πατέρα της που γύρισε επιτέλους απ’ το ταξίδι του. Του είπαν όλη την ιστορία και αυτός στεναχωρήθηκε που πέρασε τόσο άσχημα η πολυαγαπημένη του κόρη.
«Κόρη μου, συγχώρεσέ με που δεν κατάλαβα απ’ την αρχή πόσο κακιά ήταν αυτή η γυναίκα. Σου αξίζει να είσαι πριγκίπισσα, και βλέπω ότι ο νεαρός πρίγκιπας σε αγαπάει πραγματικά».
Έμειναν όλοι μαζί στο παλάτι και οι εμπορικές ικανότητες του πατέρα της, φάνηκαν πολύ χρήσιμες στον βασιλιά! Του έδωσε τιμητική θέση στο παλάτι και το βασίλειο της Σταχτοπούτας και του πρίγκιπά της, έγινε το πιο πλούσιο βασίλειο της χώρας!
Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!