Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα

   

Ήταν Δεκέμβριος, η τελευταία ημέρα του χρόνου. Χιόνιζε ασταμάτητα και η μεγάλη πόλη είχε σκεπαστεί με ένα κατάλευκο πέπλο, ενώ το σούρουπο έπεφτε μουντό. Στους χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι με φανταχτερά πακέτα και δώρα. Μα κανείς δεν έδινε σημασία στο κοριτσάκι με τα σπίρτα! Άδικα η μικρή ορφανή διαλαλούσε τη φτωχική πραμάτεια της και σίμωνε δειλά τους περαστικούς, ζητώντας με σβησμένη φωνή να αγοράσουν ένα κουτί σπίρτα. Άδικα ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε, πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει, αφού δεν είχε κανένα στον κόσμο. Δεν είχαν ώρα για μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε και όλοι βιάζονταν να επιστρέψουν στα ζεστά τους σπίτια, στην οικογενειακή θαλπωρή, στο γιορτινό τραπέζι με τις χίλιες λιχουδιές, στο καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Οι διαβάτες, τυλιγμένοι στα ζεστά πανωφόρια τους, με τα μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ως τα αυτιά και τις εσάρπες γύρω από το λαιμό, έτρεχαν κρατώντας πακέτα στα γαντοφορεμένα τους χέρια, ενώ η ζεστή ανάσα τους άχνιζε στον παγωμένο αγέρα. Οι καρότσες περνούσαν βιαστικά και οι ρόδες τους άφηναν βαθιές αυλακιές στο χιονισμένο δρόμο. Τα άλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικά πάνω στο λιθόστρωτο και τα πέταλά τους τίναζαν λάσπη και μισολιωμένο χιόνι.
Ξαφνικά, μια άμαξα πέρασε τόσο γρήγορα που η μικρούλα μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Και όπως η παιδούλα γλιστρούσε στο χιόνι, το ένα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ενώ τα σπίρτα ξέφυγαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν δεξιά και αριστερά στον υγρό δρόμο.
Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα - ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν όλο το βιός και όλος ο κόσμος της. Γονείς, σπίτι, οικογένεια δεν ήταν παρά μία μακρινή ανάμνηση για τη φτωχή ορφανή. Μόνη της περιουσία, τα νοτισμένα από το χιόνι ξυλάκια, τα μουσκεμένα σπίρτα.
Τρέμοντας από το κρύο μέσα στα φθαρμένα ρουχαλάκια της, με τα ποδαράκια γυμνά μέσα στο χιόνι, η μικρούλα μάζευε με τα ξυλιασμένα από το κρύο χεράκια ένα - ένα τα σπίρτα και τα ξανάχωνε προσεκτικά στον κόρφο της. Το χιόνι έπεφτε πυκνό πάνω στα απαλά μαλλάκια, βρέχοντας τις πυρόξανθες μπούκλες που κολλούσαν στο ωχρό προσωπάκι της.

Και όπως μάζευε βιαστικά τα σπίρτα, ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, είδε το ξύλινο τσόκαρο, έσκυψε, το πήρε και έφυγε γοργά, για να το δώσει στην αδερφούλα του, να το κάνει κούνια για την κούκλα της. Η μικρούλα είδε το τσόκαρό της να χάνεται πριν προλάβει καν να μιλήσει.
Αναστενάζοντας απογοητευμένη, η μικρούλα με τα σπίρτα ανασηκώθηκε και ξαναπήρε τη στράτα, σέρνοντας βαριά τα βήματά της. Ένιωθε πια βασανιστικά το κρύο, την κούραση, την πείνα, μα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί σπίρτα από το πρωί. Πώς να γυρίσει νηστική, χωρίς ούτε ένα ξεροκόμματο, πίσω στην παγωμένη τρώγλη;

Αλλά πάλι, ποιος θα αγόραζε σπίρτα τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς; Όλοι είχαν τα πάντα περισσά. Οι δρόμοι είχαν τώρα ερημώσει. Από τις σφαλιστές εξώθυρες ακούγονταν κάλαντα, τραγούδια και γέλια, πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τα στολισμένα δέντρα και απ’ όλα σχεδόν τα σπίτια έβγαινε μια ωραία ευωδία από τη χήνα, που έψηναν για το αποψινό γλέντι. Αυτό βέβαια την έκανε να κοντοστέκεται εδώ κι εκεί και να μυρίζει την ορεχτική οσμή της ψητής χήνας και των γλυκών.
Το κοριτσάκι προχώρησε στη γωνιά του δρόμου και, μαγεμένη λες, κοντοστάθηκε κάτω από τον αναμμένο φανοστάτη. Από το παράθυρο κάποιου σπιτιού έβλεπε ένα δωμάτιο με χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και στολίδια και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της.

Τα ματάκια της βούρκωσαν. Αποκαμωμένη και μελαγχολική κούρνιασε στο πλατύσκαλο της βαριάς πόρτας, που τη στόλιζαν στεφάνια και γιρλάντες από γκι και ου. Τότε κοντοζύγωσε δειλά ένα αδέσποτο σκυλάκι. Η καρδιά της μικρής σπάραξε. Δεν είχε τίποτε να το φιλέψει, ούτε μία μπουκιά φαγητό να μοιραστεί μαζί του. Μόνο χάδια μπορούσε να του δώσει και λόγια παρηγοριάς. Η ώρα περνούσε και το κρύο γινόταν όλο και πιο διαπεραστικό. Κανείς δεν θα αγόραζε πια σπίρτα. Αν άναβε ένα, ένα μονάχα, για να ζεστάνει στη φλογίτσα του τα ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Καθώς άναψε το σπίρτο, με τα μάτια της φαντασίας της η μικρούλα είδε μες στη λάμψη του, μια εικόνα γεμάτη ομορφιά, ζεστασιά τρυφερότητα και ευτυχία.

Καταμεσής του δρόμου, λέει, ανάμεσα στα ψηλά σπίτια με τις χιονισμένες στέγες και τις καμινάδες που καπνίζουν, έστεκε ζεστή και πυρακτωμένη μία αναμμένη σόμπα από μαύρο μαντέμι. Οι φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες και πελώριες μέσα από τη μισάνοιχτη πορτούλα και μία τσαγιέρα με ευωδιαστό τσάι άχνιζε στη φωτιά, ενώ μία τρυφερή γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στο μαλακό χαλάκι. Ύστερα η φλόγα του σπίρτου τρεμόπαιξε κι έσβησε. Η μικρούλα δεν δίστασε διόλου. Πήρε ένα δεύτερο σπίρτο, το έτριψε με δύναμη και στα μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ένα πλούσια στρωμένο γιορτινό τραπέζι. Πάνω στο φρεσκοσιδερωμένο κεντητό λινό τραπεζομάντηλο, η ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα ευωδίαζε στην πιατέλα, η σούπα άχνιζε στη σουπιέρα και τα αφράτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο και μυρωδικά.
Στο φως του φανοστάτη του γκαζιού οι κούτες με τα γλυκίσματα γίνονταν ακόμα πιο λαχταριστές, ενώ κάπου από το βάθος έφθανε λιγωτική η ευωδιά από τα τσουρέκια. Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κύλησε ως εκεί που καθότανε το φτωχό κοριτσάκι. Αλλά μόλις αυτό άπλωσε το λιγνό χεράκι της να την πιάσει το σπίρτο έσβησε και, μπροστά στη μικρούλα, ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών, ενώ το ξυλαράκι του σπίρτου στο παγωμένο χέρι της μικρούλας απέμεινε μαύρο, καρβουνιασμένο.

Χωρίς χρονοτριβή, το κοριτσάκι πήρε ένα ακόμα σπίρτο και το άναψε με λαχτάρα. Και η μαγική του φλόγα φώτισε για λίγο άλλη μια οπτασία. Στην έρημη πλατεία της πόλης υψώθηκε ξαφνικά ένα τεράστιο καταπράσινο και φουντωτό έλατο. Επάνω στα κλωνιά του άστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια και στο φως τους οι βελόνες του δέντρου έλαμπαν. Γιρλάντες απλώνονταν με χάρη στα κλαριά και χρωματιστές μπαλίτσες ιρίδιζαν στο μισόφωτο. Εδώ κι εκεί μικρά δωράκια, τυλιγμένα σε γυαλιστερό χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν να απλώσεις το χέρι και να τα πάρεις... Ήτανε πιο μεγάλο και πιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου εμπόρου. Χίλια κεράκια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες εικόνες, σαν εκείνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, θαρρείς και της χαμογελούσαν. Το φτωχό κοριτσάκι σήκωσε τα δυο του χεράκια να πάρει κι αυτή ένα δώρο, το πιο μικρό και ταπεινό.

Μα τότε ξαφνικά το χριστουγεννιάτικο δέντρο άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό, ώσπου η μικρή είδε πως αυτά που νόμιζε ότι ήταν κεράκια ήταν στην πραγματικότητα αστέρια. Τότε ένα απ’ αυτά τ’ αστέρια, αφού ταλαντεύτηκε κάμποσο, έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει» μουρμούρισε το κοριτσάκι. Γιατί η γιαγιά του, που η μικρή αγαπούσε πάρα πολύ, αλλά δεν ζούσε πια, έλεγε συχνά: «Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα ανεβαίνει στο Θεό.»
Το κοριτσάκι δεν άντεξε. Πήρε όλα τα σπίρτα από την ποδιά της και ένα - ένα άρχισε να τα ανάβει. Τότε, τα αναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν από τα παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στο νυχτερινό αγέρα και άρχισαν να διαγράφουν μικρές φωτεινές τροχιές, που σπίθιζαν σαν πυροτεχνήματα ή σαν αναρίθμητα αστεράκια στην ουρά ενός τεράστιου κομήτη. Και σε λίγο ο κομήτης ήρθε και καρφώθηκε στο βελούδινο ουρανό, πελώριος, ολόφωτος, εκτυφλωτικός...
Ώσπου το πελώριο αστέρι σιγά - σιγά μεταμορφώθηκε. Το εκτυφλωτικό φως του γέμισε σκιές που πήραν σχήμα και μορφή και ξαφνικά ο κομήτης άλλαξε όψη και έγινε μία γριούλα με τρυφερό πρόσωπο και ζεστό χαμόγελο, με γελαστά μάτια και μία ορθάνοιχτη στοργική αγκαλιά.

«Γιαγιά!» ψιθύρισε εκστατική η μικρούλα, αναγνωρίζοντας τη σεβάσμια γυναίκα. «Πολυαγαπημένη μου, γλυκιά γιαγιούλα! Εσύ είσαι, που μου έψηνες πίτες και χίλιες άλλες λιχουδιές, που μου σιγοτραγουδούσες νανουρίσματα και με κοίμιζες με παραμύθια για νεράιδες και ξωτικά, που με σκέπαζες στοργικά κι έγιανες το λαβωμένο γόνατό μου! Πάρε με μαζί σου. Μη φύγεις κι εσύ μόλις θα σβήσει το σπίρτο, όπως χάθηκαν η αναμμένη σόμπα, η ψημένη χήνα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Σε παρακαλώ, πάρε με μαζί σου. Κρυώνω! Και φοβάμαι πολύ…»

Και η γιαγιά άνοιξε τη ζεστή αγκαλιά της κι έκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη εγγονή της. Και όπως τη γλυκοφιλούσε, την πήρε και πέταξαν ψηλά στα ουράνια, πάνω απ’ τα σπίτια και τα δέντρα. «Κοίτα!» είπε η γιαγιά. «Κάθε σπιτικό είναι και μία οικογένεια και το κάθε παραθύρι φωτίζει όχι το φως μιας λάμπας, αλλά η αγάπη που ενώνει την οικογένεια. Με την αγάπη μπορείς να φωτίσεις και να ζεστάνεις τον κόσμο όλο! Μη διώξεις ποτέ την καλοσύνη από την καρδιά σου και τότε θα βρίσκεις, μα και θα χαρίζεις πάντα την αγάπη.»

Σαν ξημέρωσε η Πρωτοχρονιά, οι διαβάτες βρήκαν στη γωνίτσα το κορμί της μικρούλας. Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα και φαινόταν σαν να χαμογελούσε. Είχε πεθάνει από το κρύο, τη νύχτα εκείνη, που σ’ άλλα παιδιά είχε φέρει τόση χαρά.
Στα ξυλιασμένα χέρια της κρατούσε ό,τι απέμεινε από ένα μισοκαμένο πακέτο σπίρτα.
«Τι ανοησία!» είπε ένας άκαρδος. «Πώς φαντάστηκε η χαζή πως θα ζεσταινόταν με τα σπίρτα!»
Άλλοι πάλι έχυσαν δάκρυα πάνω στο φτωχό παιδάκι. Γιατί δεν ήξεραν τι ωραία πράγματα είχε δει τη νύχτα εκείνη, κι ότι όσο κι αν είχε υποφέρει, τώρα ήταν τρισευτυχισμένη στη γλυκιά αγκαλιά της γιαγιάς της...

Hans Christian Andersen
Εκτύπωση ανάρτησης ή δημιουργία Pdf ή αποστολή της με Email