Ο ατακτούλης και το καπέλο του

   

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου μακριά από εδώ ζούσε ένα μικρό αγοράκι που το έλεγαν ατακτούλη. Ο ατακτούλης ήταν ένα πολύ ζωηρό παιδί και έκανε ένα σωρό ξεροκεφαλιές: έκρυβε τα παπούτσια του πατέρα του, σκαρφάλωνε στο δέντρο της αυλής, πατούσε την ουρά της γάτας, έκανε τον μουσικό με τα κατσαρόλια της κουζίνας, έβαφε τη μαμά του στο ύπνο της με τους μαρκαδόρους του για να είναι όμορφη για τη δουλειά και ένα σωρό άλλα. Ποτέ δε μπορούσες να προβλέψεις τι είχε στο μυαλό του να κάνει. Για ένα πράγμα μόνο θα μπορούσες να είσαι σίγουρος: Ό,τι έκανε, το έκανε με μεγάλη προσοχή. Εκτός από ατακτούλης, λοιπόν ήταν και πολύ εξυπνούλης ο μικρός μας φίλος, επειδή ποτέ, κανείς δεν τον είχε πιάσει στα πράσα…

Το καλοκαίρι πλησίαζε και οι γονείς του ατακτούλη άρχισαν να μιλάνε για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Πάντα χαιρόταν πολύ για αυτές τις συζητήσεις ο ατακτούλης. Λάτρευε τα ταξίδια: Νέοι τόποι, νέοι άνθρωποι, νέες ευκαιρίες για σκανταλιές και ξεροκεφαλιές. Οι γονείς του απ’ την άλλη δεν ένιωθαν το ίδιο. Ήξεραν τις προδιαθέσεις του ατακτούλη, αλλά το είχαν διαπιστώσει και στην πράξη, ότι όπου και να πηγαίνανε, θα προκαλούσαν θύελλα διαμαρτυριών και παρεξηγήσεων. Άλλωστε απ’ όπου είχαν περάσει, όλοι ανεξαιρέτως είχαν μάθει το μικρό ατακτούλη με το όνομά του.

Οι γονείς του ατακτούλη, θέλοντας να αποφύγουν μία νέα καλοκαιρινή περιπέτεια με τα καμώματα του μικρού μας, αποφάσισαν να πάνε για διακοπές στο σπίτι του παππού, που βρισκόταν στην καρδιά του δάσους. Εκεί θα ήταν τουλάχιστον σίγουροι ότι δε θα πείραζε κανέναν άλλο πέρα από τους ίδιους.

Ο ατακτούλης όταν έμαθε την απόφαση του μπαμπά και της μαμάς, έγινε έξαλλος. Τόσο έξαλλος που χωρίς να νοιάζεται αν τον βλέπουμε ή όχι έτρεξε και έλυσε τα κορδόνια από τα παπούτσια του μπαμπά, πάτησε την ουρά της γάτας, βγήκε στην αυλή, σκαρφάλωσε στο δέντρο, μετά κατέβηκε γρήγορα μπήκε πάλι στο σπίτι, άρπαξε μια μεγάλη κουτάλα από την κουζίνα και χτυπούσε μια την κατσαρόλα που πήρε από την κουζίνα και μια το κεφάλι του.
«Δε θέλω να πάω» φώναζε και ξαναφώναζε.

Βλέπετε ο μικρός μας φίλος ήταν πολύ κοινωνικός. Δε μπορούσε να μιλάει μόνο με τρεις ανθρώπους, οι οποίοι τύχαινε να είναι και γνωστοί του! Ήθελε να γνωρίσει νέους ανθρώπους, να κάνει νέες παρέες και φίλους. Ωστόσο οι γονείς είχαν πάρει ήδη την απόφασή τους.
Όταν έφτασαν στο σπίτι του παππού, ο ατακτούλης είχε σταυρώσει τα χέρια του και ήταν τόσο μουτρωμένο που το προσωπάκι του άγγιζε σχεδόν το πάτωμα. Ο παππούς γέλασε όταν το είδε.
«Έλα μη κάνεις έτσι θα σου αρέσει. Εδώ είναι μαγικό μέρος» του ψιθύρισε στα αυτάκια του και του έδωσε ένα φιλί στο μαγουλάκι του.
Ο ατακτούλης του αγκάλιασε το κεφάλι του και άρχισε να κλαψουρίζει στον ώμο τους:

«Μου λες ψέματα, δεν είναι μαγικό»
«Όχι αλήθεια είναι. Αυτό το μέρος είναι γεμάτο μαγεία τον καθησύχασε ο παππούς, χτυπώντας του απαλά τη πλατούλα του.
«Αλήθεια είναι τότε!» είπε ο ατακτούλης και έλαμψαν τα μάτια του. Ήξερε ότι όποτε τον χτυπούσαν στην πλάτη, αυτό που του έλεγαν γινόταν. Αμέσως κουνήθηκε για να ξεφύγει από την αγκαλιά του παππού του και έτρεξε έξω για να ανακαλύψει τη μαγεία που του υποσχέθηκε ο παππούς του.

Ο παππούς του ατακτούλη ήταν ψηλός και αδύνατος, με μια μακριά γενειάδα. Περπατούσε πάντα κρατώντας ένα λεπτό κλαδί δέντρου για μπαστούνι του και που και που ξερόβηχε χωρίς να υπάρχει λόγος. Είχε αποφασίσει να μείνει στο δάσος από τότε που πέθανε η γυναίκα του. Πολλοί έλεγαν ότι τον είχαν δει να μιλάει με τα ζώα του δάσος, αλλά εκείνος πάντα το αρνιόταν με ένα πλατύ, αθώο χαμόγελο. Όπως, και να χει, ένα ήταν σίγουρο: ολόκληρη η παρουσία του, σου ενέπνεε την αίσθηση του μυστηρίου, αν και για να πούμε την αλήθεια, η φλόγα αυτού του συναισθήματος, ήταν το πορτοκαλί καπέλο που φορούσε στο κεφάλι του…. Πάντα το φορούσε και όλοι όσοι ήξεραν αυτόν, ήξεραν και το καπέλο του. Όλοι όσοι του μιλούσαν ήταν σαν μιλάνε και στο καπέλο του και όσοι τον άκουγαν ήταν σαν να άκουγαν και το καπέλο του.

Ο μικρός ατακτούλης πρόσεξε το καπέλο από την πρώτη στιγμή: Το άρπαξε, το δάγκωσε και το πέταξε κάτω. Αλλά αυτή τη στιγμή είχε ξεχάσει εντελώς και το καπέλο του παππού, αλλά και τον παππού του, την μαμά και τον μπαμπά του, ακόμα και ότι σε λίγο πλησίαζε η ώρα του μεσημεριανού και θα ανησυχούσαν αν δεν τον έβλεπαν στο σπίτι. Είχε απορροφηθεί στην αναζήτηση της μαγείας που του υποσχέθηκε ο παππούς του, αλλά μάλλον περισσότερο είχε μαγευτεί από την ομορφιά του τοπίου. Η μελωδία των πουλιών σου γέμιζε τα αυτιά, ενώ το άρωμα του πεύκου, της χλόης, του βρεγμένου χόρτου σε έκαναν να μεθάς από φρεσκάδα. Καθώς περπατούσε συναντούσε μικρά χνουδωτά κουνελάκια και τα κυνηγούσε χαρούμενος για να πατήσει την φουντωτή ουρίτσα τους.

Πίσω στο σπίτι, η μαμά του ατακτούλη άρχισε να ανησυχεί. Τον έψαξε παντού: κάτω από τα κρεβάτια, πίσω από την πόρτα, κάτω από το τραπέζι, στη σοφίτα, ακόμα και μέσα στο φούρνο έψαξε και δεν τον βρήκε. Ο παππούς την είδε που είχε ξεσηκώσει όλο το σπίτι και την καθησύχασε ότι θα τον έβγαινε να τον ψάξει. Πήρε το ραβδί του και φορώντας, όπως πάντα το καπέλο στο κεφάλι του άρχισε να ψάχνει το μικρό του εγγονό.

Ο Ατακτούλης ήταν απορροφημένος με τα κουνελάκια, όταν διέκρινε ανάμεσα στα χόρτα τη φιγούρα του παππού του. Μπορούσε να τον αναγνωρίσει εύκολα από το πορτοκαλί του καπέλο. Ο ατακτούλης κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και άρχισε να αναζητά την κατάλληλη στιγμή για να τρομάξει τον παππού του. Περίμενε υπομονετικά μερική ώρα, όταν είδε ξαφνικά ένα πανέμορφο ελάφι να πλησιάζει τον παππού του. Προς μεγάλη έκπληξη του ατακτούλη, το ελάφι στάθηκε μπροστά από τον παππού του και άρχισε να μιλάει μαζί του, μετά το ελάφι έγνεψε με το κεφάλι του προς το μέρος του ατακτούλη, ο παππούς το ευχαρίστησε με μια βαθιά υπόκλιση, κοίταξε προς το μέρος που είχε κρυφτεί ο μικρός μας φίλος και άρχισε να κινείται προς την κρυψώνα του.

Όταν ο παππούς έφτασε στο δέντρο που είχε κρυφτεί ο εγγονούλης του έκανε πως δεν ήξερε ότι ήταν εκεί και περίμενε να τον τρομάξει. Ο Ατακτούλης έτρεξε τότε από πίσω του και του αγκάλιασε με δύναμη το πόδι.
«Εδώ είμαι παππού» φώναξε γελώντας.
«Αχ θα σε πιάσω εγώ!!» είπε ο παππούς και άρχισε να τον κυνηγά γύρω από το δέντρο.
«Παππού;……» είπε ο Ατακτούλης, όταν σταμάτησαν να τρέχουν.
«Ναι;» απάντησε ο παππούς γεμάτος στοργή.
«Θέλω να μου δώσεις το καπέλο σου» του είπε με τις παλάμες του σε θέση ικεσίας.
«Έλα πάρε το» είπε ο παππούς και του το έδωσε χαμογελώντας. «Πάμε τώρα να φάμε».

Ο ατακτούλης έφαγε με ευχαρίστηση και γρηγοράδα το φαγητό που του έκανε η μαμά του και έτρεξε πάλι έξω φορώντας το καπέλο του παππού του. Είχε ανακαλύψει το μαγικό μυστικό του παππού του: Το καπέλο του….. Πλέον θα μπορούσε να μιλάει με όλα τα ζώα του δάσους. Και προς μεγάλη του έκπληξη….. πράγματι μπορούσε να ακούσει τα πουλιά, τους σκίουρους, τους κάστορες και όλα τα άλλα ζώα. Εκτός, όμως, από αυτά μπορούσε να ακούσει το ποτάμι, τα λουλούδια, τον άνεμο, ακόμα και τις ζεστές ακτίνες του ήλιου….. Με το καπέλο του παππού, όχι μόνο άκουγε, αλλά και καταλάβαινε κάθε τι που είχε και έδινε ζωή στο δάσος.

Όταν γύρισε στο σπίτι του, ο μικρός Ατακτούλης, όπως μπορείτε να φανταστείτε και εσείς οι ίδιοι, δεν έδινε με τίποτα το καπέλο στο παππού του. Ακόμα και όταν κοιμόταν, κανείς δε μπορούσε να πάρει το καπέλο από το κεφάλι του.

Οι μέρες πέρασαν και ήρθε η μέρα που ο Ατακτούλης έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι του παππού του και το όμορφο δάσος. Όταν έμαθε ότι θα έφευγαν, ο ατακτούλης έτρεξε πάλι στο δάσος, έκατσε κάτω από ένα δέντρο και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Έκλαιγε αρκετή ώρα, ώσπου άκουσε μία φωνή και σταμάτησε. Προσπάθησε να βρει τί ήταν αυτό που τον φώναζε…. Έψαξε γύρω γύρω, αλλά τίποτα……

«Εδώ πάνω είμαι…» άκουσε μία φωνή να του λέει.
Ο Ατακτούλης έπιασε με τα χεράκια του το καπέλο και το κοίταξε «Εσύ είσαι;»
«Ναι» απάντησε το καπέλο…. «Εγώ είμαι»
«Θα φύγω καπέλο μου… Αλλά θα σε πάρω μαζί μου» είπε ο μικρός μας φίλος και άρχισε να κλαίει πάλι.
«Γιατί να με πάρεις μαζί σου;»
«Γιατί θέλω να μιλάω με τα ζωάκια, με τα λουλούδια, με τον αέρα, με όλους τους φίλους μου»
«Ε τότε καλά θα κάνεις……» απάντησε το καπέλο…..

Ο Ατακτούλης αποχαιρέτησε το δάσος, φίλησε τον παππού του, έβαλε στο κεφάλι του το αγαπημένο του καπέλο και έφυγε…. Τα χρόνια πέρασαν και όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο λιγότερο φορούσε το καπέλο του ο φίλος μας, ο οποίος πια δεν ήταν μικρός. Είχε μεγαλώσει αρκετά και είχε ξεχάσει εντελώς και το καπέλο και το δάσος του μέχρι που κάποια μέρα…. Άνοιξε τυχαία την ντουλάπα του για να πάρει το δερμάτινο μπουφάν του και…. Ένα πορτοκαλί καπέλο έπεσε στο πάτωμα….

Προσπαθούσε να θυμηθεί τί ήταν αυτό το καπέλο… Ήταν σίγουρος ότι κάπου το είχε ξαναδεί.. Το φόρεσε στο κεφάλι του, κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και αμέσως θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια. Θυμήθηκε το παππού του, και το καλοκαίρι στο δάσος, θυμήθηκε πως άκουγε και καταλάβαινε τους ήχους του και ότι μπορούσε να μιλάει με όλα τα ζωντανά πλάσματα που ζούσαν εκεί. Άφησε το μπουφάν του στο ντουλάπι, έτρεξε στο αμάξι του και πήγε στο δάσος.

Αυτό που αντίκρισε ήταν απίστευτο... Δεκάδες μπουλντόζες είχαν βάλει τις μηχανές του μπροστά και ήταν έτοιμες να το κατασπαράξουν. Κοίταξε λίγο καλύτερα και είδε κάποιον να στέκεται μπροστά τους και να κουνάει τα χέρια του… Ήταν ο παππούς του! Φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος και αδύναμος, αλλά ωστόσο ήταν μπροστά στις μπουλντόζες και προσπαθούσε να τις εμποδίσει.

Ο φίλος μας έτρεξε και τον αγκάλιασε. Τα μάτια του παππού γέμισαν με δάκρυα, μόλις αντίκρισαν τον αγαπημένο του εγγονό, να φοράει, όπως και τότε, το πορτοκαλί του καπέλο. Μετά πλησίασε στον επικεφαλή της αποστολή και τον παρακάλεσε να φορέσει για λίγο το καπέλο. Στην αρχή ο σοβαρός άντρας αρνήθηκε, αλλά βλέποντας την επιμονή του φίλου μας, το φόρεσε, κάνοντας μία απαξιωτική γκριμάτσα. Μετά, όμως, το βλέμμα του μαλάκωσε… τα μάτια του γλύκαναν και τα χείλη του ξεστόμισαν….

«Σβήστε τις μηχανές... Το δάσος μιλάει...»

Όλες οι μηχανές έσβησαν και ο σοβαρός άντρας άρχισε να περπατά στο δάσος… ακούγοντας τα παραμύθια του…

Πηγή: adamhbl.wordpress.com


Εκτύπωση ανάρτησης ή δημιουργία Pdf ή αποστολή της με Email