Φτιάχνω έναν Χαρταετό.

   

Κατασκευάστε το δικό σας χαρταετό, μαζί με τα παιδιά σας, θα ενθουσιαστούν, θα περάσετε υπέροχα και... καλό πέταγμα! 

Υλικά για τον χαρταετό 

  • Τρεις βέργες ή καλάμι ή κάποιο άλλο ελαφρύ ξύλο
  • Σπάγκος Κόλλα 
  • Χαρτί γλασέ σε χρώμα της αρεσκείας σας ή πολύ λεπτό νάιλον 
  • Λεπτό σύρμα 
  • Ταινία κολλητική 
  • Χρωματιστά χαρτιά ή εφημερίδες για την ουρά 


Κατασκευή χαρταετού 

Παίρνουμε τα τρία ξύλα και τα κόβουμε όλα στο ίδιο μήκος (60- 80 εκατοστά). Τα δένουμε με τον σπάγκο στο κέντρο πολύ σφιχτά μεταξύ τους (το ένα πάνω στο άλλο).Αφήνουμε περίπου μισό μέτρο σπάγκο να κρέμεται.



Στην άκρη του ενός ξύλου δένουμε σφιχτά το συρματάκι(εάν δεν έχετε χρησιμοποιήστε σπάγκο).Το περνάμε περιμετρικά στο σκελετό του χαρταετού δένοντας το σφιχτά γύρω από κάθε ξυλαράκι , σε μια εγκοπή που θα κάνουμε με ένα μαχαιράκι. 

Πρέπει να προσέξουμε καθώς θα δένουμε το σύρμα να διατηρούνται ίσες αποστάσεις ανάμεσα στα ξύλα ώστε στο τέλος να έχουμε ένα κανονικό εξάγωνο.



Βάζουμε τον σκελετό πάνω στο χαρτί ή στο πλαστικό και το κόβουμε γύρω γύρω στην περίμετρο του εξαγώνου αφήνοντας ένα περιθώριο ως 5 εκατοστά.


Εδώ ήρθε η ώρα να βάλετε το δικό σας στίγμα στον χαρταετό . μπορείτε να κολλήσετε ή να ζωγραφίσετε ότι επιθυμείτε ,αρκεί να μην τον βαρύνετε πολύ… 

Αφού τον διακοσμήσουμε βάζουμε ξανά τον σκελετό πάνω στο χαρτί και διπλώνουμε τα περιθώρια προς τα μέσα «αγκαλιάζοντας) το σύρμα σαν στρίφωμα. Το κολλάμε με κόλλα ή ταινία.

Σε δύο άκρα (β,γ)στερεώνουμε σπάγκο ώστε να δέσουμε στην μέση του την ουρά . Εδώ χρειάζεται λίγη προσοχή ώστε αβ=αγ=γδ=βδ.

Η ουρά πρέπει να είναι τουλάχιστον 4 φορές μεγαλύτερη από το μήκος του χαρταετού έτσι ώστε ο χαρταετός μας να μπορεί να πετάει τέλεια.

Την ουρά θα την φτιάξετε από εφημερίδες ή χρωματιστά χαρτιά μήκους περίπου 20 εκ. και θα τα δέσετε στον σπάγκο σε απόσταση 20 εκ. το ένα από το άλλο.

Στα απέναντι άκρα από αυτά που δέσαμε την ουρά μας (ε ,ζ) θα δέσουμε τα ζύγια . Εδώ χρειάζεται προσοχή γιατί είναι το σημαντικότερο κομμάτι του αετού μας. Θα δέσουμε 2 κομμάτια σπάγκο στα άκρα ε& ζ και το καθένα θα ενωθεί με τον σπάγκο που αφήσαμε να κρέμεται στο κέντρο του αετού .Τα ζύγια πρέπει να σχηματίζουν ένα ισοσκελές τρίγωνο. Στο σημείο της ένωσης δένουμε την καλούμπα μας.



Είστε έτοιμοι να αμολήσετε καλούμπα. Καλές πτήσεις και μην ξεχνάτε να μείνετε μακριά από τα σύρματα της Δ.Ε.Η…





Πηγή : Paidorama.com 







Εδώ η συνέχεια »

Μάντεψε πόσο σ αγαπώ!

   

Το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι, πηγαίνοντας για να κοιμηθεί, έπιασε τα μακριά αυτιά του Μεγάλου Καστανού Λαγού. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι ο Μεγάλος Καστανός Λαγός άκουγε.

"Μάντεψε πόσο σ αγαπώ!" είπε.

"Ω! δε νομίζω ότι μπορώ να το μαντέψω αυτό!", είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός.
"Τόσο πολύ!" είπε το Μικρό Καστανό Λαγουδακι ανοίγοντας τα χέρια του όσο πιο πλατιά μπορούσε.
Ο Μεγάλος Καστανός Λαγός είχε μεγαλύτερα χέρια. "Εγώ όμως αγαπώ ΕΣΕΝΑ τόσο πολύ!" είπε.

Χμ, αυτό είναι πολύ, σκέφτηκε το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι. 
"Σ αγαπώ τόσο, όσο ψηλά μπορώ να φτάσω!" είπε το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι.
"Κι εγώ σ αγαπώ τόσο, όσο ψηλά μπορώ ΕΓΩ να φτάσω!", είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός.
Αυτό είναι αρκετά ψηλά, σκέφτηκε το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι. Θα ήθελα κι εγώ να είχα χέρια τόσο μεγάλα.

Τότε το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι είχε μια καλή ιδέα. Στηρίχτηκε στο έδαφος με τα χέρια του και έφτασε με τα πόδια του όσο πιο ψηλά μπορούσε στον κορμό του δέντρου.
"Σ αγαπώ μέχρι τα πόδια μου!" είπε.
"Κι εγώ σ αγαπώ μέχρι τα πόδια σου!", είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός σηκώνοντας το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι πάνω από το κεφάλι του.

"Σ αγαπώ τόσο όσο μπορώ να πηδήξω!" είπε γελώντας το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι πηδώντας πάνω κάτω.
"Αλλά εγώ σ αγαπώ όσο ΕΓΩ μπορώ να πηδήξω!" χαμογέλασε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός- και πήδηξε τόσο ψηλά που τα αυτιά του άγγιξαν τα κλαδιά του δέντρου.
Πολύ ψηλό πήδημα, σκέφτηκε το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι. Αχ να πηδούσα κι Εγώ τόσο ψηλά!

"Σ αγαπώ από δω μέχρι το ποτάμι!", φώναξε το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι.
"Σ αγαπώ και μετά από το ποτάμι, πάνω από τους λόφους!", είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός.

Είναι πράγματι πολύ μακριά, σκέφτηκε το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι. Είχε νυστάξει πολύ για να σκεφτεί περισσότερο. Τότε κοίταξε μέσα από τους θάμνους την μεγάλη μαύρη νύχτα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από τον ουρανό.
"Σ αγαπώ μέχρι το φεγγάρι!", είπε και τα μάτια του έκλεισαν.

"Ω αυτό είναι πολύ μακριά!", είπε ο Μεγάλος Καστανός Λαγός. "Είναι πολύ μακριά". Ο Μεγάλος Καστανός Λαγός έβαλε το Μικρό Καστανό Λαγουδάκι στο κρεβάτι του. Έσκυψε και το φίλησε στο μέτωπο. Μετά ξάπλωσε δίπλα του και ψιθύρισε με χαμόγελο:

"Σ αγαπώ μέχρι το φεγγάρι- ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΞΑΝΑ!".




Σαμ Μακμπράτνεϋ



Εδώ η συνέχεια »

Παραμύθι στο νερό

   

Μια φορά κι έναν καιρό, μακριά πολύ μακριά από εδώ που είμαστε τώρα υπήρχε μια θάλασσα διαφορετική από όλες τις άλλες!
Την έλεγαν "η πολύχρωμη θάλασσα". Όχι γιατί ήταν κόκκινη ή ροζ ή πορτοκαλί αλλά, γιατί τα ψαράκια, τα κοχύλια, οι πετρούλες και ό,τι ζωντανό ή ό,τι είχε αυτή η θάλασσα ήταν όλα χρωματιστά.
Ήταν πραγματικά το πιο πολύχρωμο μέρος όλου του κόσμου.
Ένα αληθινό ουράνιο τόξο, που έφτανε μέχρι τον πάτο του βυθού και γέμιζε με χρώματα και ομορφιά κάθε τι, που είχε την τύχη να ζει σ' αυτό το μέρος.
Ήταν πραγματικά πολύ τυχερά όσα ψαράκια έμεναν σ' εκείνο τον παράδεισο.

Όλα τα ψαράκια εκτός από ένα...
Τον Σπλιφ. Ή μάλλον τον Γκριζούλη.
Ή μάλλον τον Σπλιφ τον Γκριζούλη.
Ποιος είναι αυτός;
Ο Σπλιφ ο Γκριζούλης θα μπορούσε να είναι ένα πολύ ευτυχισμένο ψαράκι όπως όλα τ' άλλα.
Δυστυχώς...
Τον ταλαιπωρούσε μια ιδιαιτερότητα, που είχε. Δεν είχε χρώμα!
Ήτα γκρίζος...!
Ευτυχώς...,
...θα μου πείτε δεν ήταν ο μόνος. Πολλά ψαράκια σε διάφορες θάλασσες του κόσμου είναι γκρι, οι οικοδομές στις πόλεις μας είναι γκρι, οι πέτρες είναι γκρι και τόσα άλλα...
Το ανησυχητικό όμως με το Σπλιφ το Γκριζούλη, ήταν άλλο.
Στη θάλασσα που ζούσε, μόνον αυτός ήταν χωρίς χρώμα!

- Πολύ περίεργη περίπτωση!
Έλεγε ο Μοβ γιατρός.
- Κρίμα το καημένο! Χωρίς χρώμα είναι άχρηστο στον τόπο μας!
Έλεγε η κακιά Κοκκινούλα η Ψιλομυτούλα.
Με μια κουβέντα, ο Σπλιφ ο Γκριζούλης ζούσε μια ζωή αρκετά μπερδεμένη...
Αναρωτιόταν για διάφορα πράγματα.
Ή μάλλον μόνο για ένα πράγμα, πάντα το ίδιο:
- Γιατί δεν έχω χρώμα;
Σιγά σιγά ο Σπλιφ ο Γκριζούλης απομονώθηκε. Σταμάτησε να παίζει με τα υπόλοιπα ψαράκια, που φυσικά με δυσκολία τον παίζανε, γιατί με δυσκολία ανεχόταν να ακούει για το χρώμα του.
- Κοίτα πόσο άσχημος είναι!
- Πω, πω ...χωρίς χρώμα!
- Λες να μας κολλήσει;
Έτσι ο Σπλιφ προτιμούσε να παίζει μόνος του. Ολομόναχος...!

- Είμαι ένα γκρι υποβρύχιο, πολύ δυνατό! Χε! Χε!, έλεγε ο Σπλιφ ο Γκριζούλης και έσπαγε πλάκα μόνος του.
Και ο καιρός περνούσε και περνούσε και περνούσε και ο Σπλιφ ο Γκριζούλης έμενε όλο και πιο μόνος. Τώρα πια, η μόνη του ευχαρίστηση ήταν να κάθεται στο ροζ βράχο και να αγναντεύει τα πανέμορφα πολύχρωμα ψάρια.
Μια μέρα καθόταν σ' αυτόν τον βράχο, όταν είδε από μακριά ένα μικρό ψαράκι. Ο Σπλιφ ο Γκριζούλης μαγεύτηκε! Δεν είχε δει στη ζωή του ποτέ ψάρι τόσο όμορφο, τόσο λαμπερό, με τόσο υπέροχα χρώματα!
Προς μεγάλη του έκπληξη το πανέμορφο ψάρι κατευθυνόταν ή μάλλον προσπαθούσε να κατευθυνθεί προς το μέρος του Σπλιφ του Γκριζούλη.
Και λέω προσπαθούσε, γιατί σκόνταφτε, τράκαιρνε πάνω στους βράχους, μπλεκόταν μέσα στα φύκια και κολυμπούσε σα να μην έβλεπε!
Βρε, τι κάνει αυτό το ψαράκι; Όσο όμορφο είναι άλλο τόσο χαζό πρέπει να είναι! Είπε από μέσα του ο Σπλιφ ο Γκριζούλης.

Το πανέμορφο ψαράκι έφτασε πιο πολύ κοντά στον Σπλιφ τον Γκριζούλη, όταν... μπουμμμ... πήγε και έπεσε πάνω του!
- Ωχ! Συγγνώμη. Χίλια συγγνώμη! Είπε το πανέμορφο ψάρι.
- Λυπάμαι που έπεσα πάνω σου και που ίσως σου χάλασα τα πολύχρωμα λέπια σου. Να σε βοηθήσω...!

- Τα πολύχρωμα λέπια μου; Το βρίσκεις σωστό να κοροϊδεύεις εμένα, επειδή δεν είμαι τόσο όμορφος όσο εσύ; Μπράβο σου!
Ωραία συμπεριφορά! Είπε πλέον θυμωμένος ο Σπλιφ ο Γκριζούλης.
- Μα... Όχι! ...Όχι! Με παρεξήγησες. Απλά... δεν βλέπω.
- Δεν βλέπεις; Είπε ο Σπλιφ ο Γκριζούλης. Δεν βλέπεις τίποτα;

- Ναι, έχω γεννηθεί τυφλός. Αλλά δεν με πειράζει πολύ.
Πιο πολύ πειράζει τους άλλους.
Ενοχλούνται με τη διαφορετικότητά μου! Και δεν μου κάνουν παρέα.
Εμένα όμως δεν με πειράζει.
Γιατί επειδή δεν βλέπω, έχω μάθει να ακούω καλύτερα.
Και να αισθάνομαι καλύτερα. Μπορώ να καταλάβω αν έρχεται καταιγίδα ή μπορώ να καταλάβω από χιλιόμετρα ένα ψαρά, που έρχεται προς το μέρος μου, είπε το πανέμορφο ψαράκι.
- Ω!!! μα αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Ξέρεις κι εγώ έχω μια ιδιαιτερότητα, είπε ο Σπλιφ ο Γκριζούλης και άρχισε να του λέει την ιστορία του.

Μιλούσαν ώρες...
Για το όνομα του Γκριζούλη και πώς του έβγαλαν το όνομα Σπλιφ, επειδή συνέχεια έκλαιγε για το γκρίζο του χρώμα. Για τον Ομορφούλη και πώς τον ονόμασαν Μπουμ, επειδή κουτουλούσε σε όλα, αφού δεν έβλεπε. Για πάρα πολλά πράγματα μίλησαν εκείνο το γλυκό απόγευμα, που έτυχε να γνωριστούν τα δυο διαφορετικά ψαράκια.

Φυσικά, δεν χρειάζεται να σας πω ότι τα δυο ψαράκια γίνανε αχώριστοι φίλοι.
Ο Σπλιφ ο Γκριζούλης ένιωθε πολύ όμορφα που ο τυφλός φίλος του μπορούσε να βλέπει μόνο τα χρώματα της ψυχής του και όχι το άσχημο γκρι δέρμα του και ο Μπουμ ο Ομορφούλης ένιωθε πανευτυχής, που ο γκρίζος φίλος του τον αντιμετώπιζε σαν ίσος προς ίσο παρά το πρόβλημά του.
Και περνούσε ο καιρός στην πολύχρωμη πολιτεία του νερού και όλοι οι κάτοικοί της ήταν ευτυχισμένοι!

Μια μέρα, εκεί που έπαιζαν οι δυο αχώριστοι φίλοι, ο Μπουμ ο Ομορφούλης πετάχτηκε πάνω καταφοβισμένος!
- Τι έπαθες; Σμέρνα σε τσίμπησε; Ρώτησε ο Γκριζούλης.
- Φίλε μου, αυτό που καταλαβαίνω είναι τρομερό! Μας πλησιάζει ένα ψαροκάικο που στα δίχτυα του είναι πιασμένα πολλά ψαράκια και από την άλλη μεριά έρχεται ένας ψαράς με δυναμίτη.
- Με δυναμίτη; Φώναξε ο Γκριζούλης. Δηλαδή;
- Δηλαδή, θα μας καταστρέψουν εντελώς Γκριζούλη, δεν το καταλαβαίνεις;
Θα ψαρέψουν όλους τους φίλους μας και τους συγγενείς μας και θα καταστρέψουν την πανέμορφη πολιτεία μας.
- Πρέπει να κάνουμε κάτι! Είπε έντρομος ο Ομορφούλης.

- Μόνοι μας; Τι είναι αυτό που μπορούμε να κάνουμε;
- Να συνεργαστούμε, Γκριζούλη. Οι δυο μας μαζί με τους υπόλοιπους του βυθού.
Γρήγορα! Εσύ που είσαι γκρι και δεν ξεχωρίζεις με φανταχτερά χρώματα, πήγαινε να ελευθερώσεις τους φίλους μας από τα δίχτυα. Εγώ θα πάω στο χωριό να φωνάξω το χρυσό Καρχαρία.
Οι άνθρωποι φοβούνται τους καρχαρίες! Νομίζουν ότι ο καρχαρίας τρώει ανθρώπους. Δεν σκέφτονται πόσους καρχαρίες τρώνε αυτοί! Γρήγορα...
Έτσι κι έγινε. Ο Γκριζούλης ελευθέρωσε τα ψαράκια, αφού πέρασε απαρατήρητος και έκανε μια μεγάλη τρύπα στα δίχτυα.
Ο Ομορφούλης, παρόλο το σκοτάδι των ματιών του, έτρεξε γρήγορα στο χωριό, τους φώναξε όλους, τους είπε το σχέδιο που καταστρώσανε και όλοι μαζί βοηθήσανε να σωθεί ο πολύτιμος βυθός τους.

Ο καρχαρίας τρόμαξε τόσο πολύ τον πονηρό ψαρά με το δυναμίτη, που τον έκανε να πηδήξει από τη βάρκα του και να κολυμπάει σαν τρελός.
Κάποια άλλα ψάρια μάζεψαν όλα τα μικρά ψαράκια σε ένα ασφαλές μέρος κάτω από μια ξέρα και όλα πήγαν καλά χάρη στη συνεργασία όλων!

Φυσικά μετά από αυτή την επιτυχία, ο Σπλιφ ο Γκριζούλης και ο Μπουμ ο Ομορφούλης έγιναν ήρωες! Είχαν σώσει την πολύχρωμη πολιτεία τους από τον κίνδυνο, μα δεν είχαν γίνει γι αυτό ήρωες, αλλά γιατί έμαθαν σ' όλους ότι ο καθένας μπορεί να δώσει κάτι παρά τις ιδιαιτερότητές του. Γιατί όλοι είναι ίσοι και απλά η συνεργασία και η φιλία είναι που κάνουν τα θαύματα!





Και έτσι έζησαν όλοι τους καλά κι εμείς... καλύτερα!



Συγγραφή: Ιωάννα Δημητριάδου
Εικονογράφηση: Παρασκευή Γελαράκη

Εδώ η συνέχεια »

Το χρυσό Μπαλόνι

   


Βρίσκονταν κάποτε σε μια αποθήκη δέκα όμορφα γυαλιστερά, γεμάτο χρώματα μπαλόνια, όλα ίδια στο σχήμα, στρογγυλά! Ήταν φουσκωμένα και πιασμένα με σχοινάκια τα οποία ήταν δεμένα σε μια βάση. Ήταν τόσο όμορφα! Ακόμα και τα ίδια καμάρωναν τον εαυτό τους στον καθρέφτη της αποθήκης!

- Τι ωραία που είμαστε! Δείτε χρώματα!!
- Άκουσα ότι θα στολίσουμε το πάρτυ ενός αγοριού.
- Σίγουρα θα κάνουμε φοβερή εντύπωση στα παιδιά που θα είναι εκεί!

Κάποιο από τα μπαλόνια κοίταξε κάτω και είδε κάτι που τράβηξε αμέσως την προσοχή όλων.

- Επ, ποιος είσαι εσύ; φώναξε το μπαλόνι σε αυτό που έβλεπε και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν.
- Είμαι μπαλόνι κι εγώ! Είπε εκείνο από τη θέση που βρισκόταν, ξαπλωμένο στο πάτωμα.

Ήταν πολύ διαφορετικό από τα υπόλοιπα μπαλόνια. Μακρύ σε σχήμα και πολύ στενό, με ένα χρώμα αλλιώτικο από τα άλλα, σχεδόν χρυσό. Ήταν φουσκωμένο και παρατημένο στο πάτωμα.

- Χα, χα! Ακούστε παιδιά, είναι μπαλόνι! Απάντησε ένα από τα δεμένα μπαλόνια και όλα τα υπόλοιπα ξέσπασαν σε γέλια!
- Και τι σόι μπαλόνι είσαι έτσι μακρόστενο; Πώς θα σε κρατούν τα παιδιά και θα παίζουν;
- Μα εγώ...
- Σίγουρα ο κλόουν που μας φούσκωσε πριν από λίγο έκανε λάθος και γι’ αυτό σε παράτησε. Μάλλον θα είσαι το μοναδικό στον κόσμο με τέτοιο σχήμα!! Τι ατυχία μικρέ...

Το μπαλόνι λυπήθηκε πολύ. Κοίταξε δειλά άλλη μια φορά τα μπαλόνια που κρέμονταν ακριβώς από πάνω του και το έπιασε το παράπονο. Γιατί να είχε φτιαχτεί τόσο αλλιώτικο από τα άλλα; Άρχισε κιόλας να πιστεύει πως ήταν πολύ άσχημο. Είναι άδικο σκεφτόταν, να είναι ένα μπαλόνι που δεν έχει ωραίο χρώμα και δεν χρησιμεύει σε τίποτα.. Μάλλον κάποιο λάθος είχαν κάνει στο εργοστάσιο κατασκευής.

- Και τι χρώμα είναι αυτό; Πρώτη φορά βλέπουμε τέτοιο χρώμα, συνέχισαν να κοροϊδεύουν τα στρογγυλά μπαλόνια.

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε ξανά ο κλόουν στην αποθήκη!

- Εμπρός λοιπόν, ξεκινάμε, είπε δυνατά σαν να μιλούσε στα μπαλόνια. Πήρε τα δεμένα στο ένα του χέρι και με το άλλο κράτησε το μακρόστενο που ήταν στο πάτωμα. Λίγο πριν κλείσει την πόρτα ξαναγύρισε πίσω, πήρε ένα σακουλάκι που είχε μέσα κάτι χρωματιστό και συνέχισε. Έβαλε τα δεμένα μπαλόνια σε μια άκρη, να στολίζουν το πάρτυ και ακούμπησε το μακρόστενο μπαλόνι και το σακουλάκι στο τραπέζι, μαζί με άλλα πράγματα που είχε φέρει.

Τα παιδιά είχαν φτάσει από νωρίς. Δυνατή μουσική, λαχταριστός μπουφές και παντού σκορπισμένα δώρα για το αγόρι που είχε γενέθλια.
Ο κλόουν πήρε δύο ντραμς και με αστείο τρόπο τα χτύπησε και τράβηξε την προσοχή των παιδιών!

- Λοιπόν αγαπητά μου παιδιά! Επειδή ξέρω πόσο πολύ σας αρέσουν τα παιχνίδια με τους πειρατές, σας έχω μια έκπληξη. Θα φτιάξουμε για όλους σπαθιά και πειρατικά καπέλα από μπαλόνια!

- Μα, πώς; Αναρωτήθηκαν τα στρογγυλά μπαλόνια και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.


Το μακρόστενο μπαλόνι κοιτούσε κι αυτό με απορία. Ο κλόουν πήρε το σακουλάκι και άρχισε να βγάζει ξεφούσκωτα μπαλόνια. Μπλε, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα και ένα σωρό άλλα χρώματα. Με ένα ειδικό μηχάνημα σιγά-σιγά άρχισε να τους δίνει σχήμα. Το σπουδαίο όμως είναι ότι ήταν ακριβώς σαν το μπαλόνι που βρισκόταν πριν λίγη ώρα στο πάτωμα της αποθήκης.

- Δεν είμαι μόνος μου! Είναι κι άλλοι όπως εγώ! Κοιτάξτε! Φώναζε χαρούμενο το χρυσαφένιο μπαλόνι!

Τα υπόλοιπα μπαλόνια δεν πίστευαν στα μάτια τους.. Ο κλόουν τότε με επιδέξιες κινήσεις, τα λύγιζε και τους έδινε όμορφα σχήματα. Καπέλα, ζώνες και σπαθιά για τα αγόρια, λουλούδια και σκυλάκια για τα κορίτσια και ότι άλλο ήθελε το κάθε παιδί.

- Και τέλος, είπε ο κλόουν, το ξεχωριστό αυτό χρυσό μπαλόνι, θα γίνει το σπαθί του αρχηγού των πειρατών που έχει σήμερα τα γενέθλιά του!

Το χρυσό μπαλόνι όχι μόνο κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνο του, αλλά ήταν και το πιο σημαντικό από όλα, το πιο ξεχωριστό.

- Τελικά δεν ήμουν τόσο ασήμαντος όσο νομίζατε! Είπε στα μπαλόνια που τον κοίταζαν μετανιωμένα που του είχαν μιλήσει τόσο άσχημα.
- Μας συγχωρείς, του είπαν και φαινόταν να το εννοούν πραγματικά.

Όλα τα παιδάκια έπαιζαν χαρούμενα. Ξαφνικά ένα σταμάτησε και διέκοψε το παιχνίδι για να ζητήσει κάτι.

- Κι εκείνα τα ασήμαντα μπαλόνια; Μπορούμε κύριε κλόουν να τα σπάσουμε;
- Φυσικά! Είπε ο κλόουν. Αφού το θέλετε!


Τα μπαλόνια μόλις άκουσαν τι πρόκειται να τους συμβεί, τρόμαξαν! Κατάλαβαν πόσο άδικα φέρθηκαν στο μακρόστενο μπαλόνι.
Τα παιδιά με το σύνθημα του κλόουν έτρεξαν να τα σπάσουν.
Το παιδί όμως που κρατούσε το χρυσό σπαθί έμεινε πίσω. Όπως το είχε στα χέρια του, κοίταξε πόσο όμορφο ήταν και σκέφτηκε πως θα ήταν κρίμα να σπάσουν τους φίλους του.

- Σταματήστε! Φώναξε πολύ δυνατά για να τον ακούσουν! Τίποτα δεν είναι ασήμαντο! Ακόμα και αυτά τα μπαλόνια μπορούν να χρησιμεύσουν σε κάτι. Δείτε! Θα πάρουμε μαρκαδόρους και θα ζωγραφίσουμε πάνω τους πρόσωπα. Έτσι θα μπορούν να παριστάνουν τους αιχμαλώτους στο πειρατικό μας καράβι!

- Ναι!!!! Φώναξαν τα παιδιά!

Μεμιάς ξεπήδησαν ένα σωρό αστείες φάτσες. Μπλε πειρατές, πράσινοι και κίτρινοι θαλασσοπόροι, ροζ και κόκκινες πριγκίπισσες, αιχμάλωτες των πειρατών. Το παιχνίδι και η φαντασία των παιδιών δεν είχε τελειωμό.
Τα μπαλόνια ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση και πέρασαν πολύ όμορφα! Στο τέλος τα παιδιά τα πήραν μαζί τους για να τα στολίσουν στα δωμάτιά τους. Πριν αποχαιρετιστούν, τα στρογγυλά μπαλόνια ευχαρίστησαν τον χρυσό φίλο τους γιατί χάρη σ’ αυτόν πήραν και πάλι αξία!

Εκείνο το πάρτυ έμεινε αξέχαστο σε όλους.



Συγγραφή: Αθανασία Γαϊτανίδου
Εικονογράφηση: Μαίρη Λαμπαδαρίου
Εκδόσεις Σαΐτα


Εδώ η συνέχεια »

Το άτακτο κουνουπάκι

   



Κάποτε σ’ένα μαγικό δάσος ζούσαν αρμονικά πολλά και διάφορα ζώα. Από τα πιο μικρά και ήρεμα, μέχρι τα πιο μεγάλα και άγρια. Φυσικά σε ένα μαγικό δάσος τα ζώα έχουν φανταστικές ιδιότητες, όπως να μιλάνε.

Κάπου εκεί στο δάσος σ’ένα όμορφο και ψηλό δέντρο, ζούσε μια κουκουβάγια που φημιζότανε για την εξυπνάδα της και τη σοφία της. Συμβούλευε όλα τα ζώα και έλυνε πολλά προβλήματα.
Κοντά στο δέντρο της κουκουβάγιας, στον πιο μικρό από τους βάλτους ζούσε μια οικογένεια κουνουπιών. Πάντα τα κουνούπια συμβουλεύονταν την κουκουβάγια, γιατί το δάσος, αν και μαγικό έκρυβε πολλούς κινδύνους!
Έτσι μία από αυτές τις μέρες η κουκουβάγια, καλεί όλα τα μικρά κουνουπάκια να κάνουνε ένα κύκλο γύρω από αυτή

- Μικροί μου φίλοι θα σας πω δυο λόγια για το τί πρέπει να προσέχετε. Να αποφεύγετε να πετάτε πάνω από τους μεγάλους βάλτους.
- Και γιατί να γίνεται αυτό; Ρώτησε το μικρότερο κουνουπάκι. Αφού κι εμείς στους βάλτους μένουμε!
- Γιατί μικρό μου κουνουπάκι, οι βάτραχοι που κατοικούν στους βάλτους, είναι επικίνδυνοι για εσάς. Μπορούν καθώς εσείς πετάτε, να σας κάνουν μια μπουκιά!
- Και γιατί να μας φάνε και να μην είμαστε φίλοι;
- Θα σας εξηγήσω αμέσως, είπε η σοφή κουκουβάγια: Μάθετε λοιπόν πως οι βάτραχοι τρέφονται με έντομα, ιδίως με κουνουπάκια. Δεν το κάνουν από κακία αλλά από τη φύση τους φτιάχτηκαν έτσι.
Τα μικρά κουνουπάκια φοβισμένα κοιτούσαν την ευγενική κουκουβάγια τώρα πιο προσεκτικά και αυτή τη φορά, κανένα δεν είπε τίποτα, ούτε το μικρότερο απ’ όλα που ήταν και το πιο άτακτο!

- Λοιπόν, πάτε στα σπίτια σας και να θυμάστε για το καλό σας! Μακριά από τους μεγάλους βάλτους!

Αυτά τους είπε η κουκουβάγια ελπίζοντας να ακούσουν τις συμβουλές της. Παρ’ ολ’ αυτά το πιο μικρό και πιο άτακτο που το έλεγαν Κώνωψ έκανε πάντα το δικό του, χωρίς να ακούει κανέναν. Έτσι μια μέρα εκεί που έκανε ανέμελο βόλτα στο δάσος, πλησιάζοντας προς το μεγάλο βάλτο είδε έξαφνα ένα μεγάλο φίδι να επιτίθεται σε ένα μικρό βατραχάκι! Ο μικρός Κώνωψ τα έχασε μ’ αυτό το θέαμα!

- Τι να κάνω; Είπε από μέσα του. Το καημένο βατραχάκι κινδυνεύει, πρέπει να το σώσω!

Χωρίς να περιμένει λεπτό, πέταξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βάζοντας όλη του τη δύναμη, τσίμπησε το φίδι! Ταραγμένο εκείνο το έβαλε στα πόδια!

- Σε ευχαριστώ πολύ που με έσωσες φίλε μου. Είσαι πολύ θαρραλέος! Είπε το βατραχάκι. Πώς σε λένε;
- Με λένε Κώνωψ. Έκανα αυτό που έπρεπε, απάντησε το κουνουπάκι!
- Και δε φοβήθηκες για τη ζωή σου;
- Μόλις είδα ότι κινδυνεύεις δε σκέφτηκα τίποτα! Απάντησε με Θάρρος.

Από τότε συνέβη κάτι ασυνήθιστο για το μαγικό δάσος και για όλα τα δάση του κόσμου! Ο μικρός Κώνωψ και το βατραχάκι έγιναν φίλοι!
Όταν το έμαθε αυτό η κουκουβάγια, πέταξε στο ψηλό δέντρο, έφερε ένα τεράστιο βιβλίο και είπε :

- Απ’ ότι βλέπω στο βιβλίο των προγόνων μου, κάτι τέτοιο έχει να συμβεί από την εποχή του προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ.. μισό λεπτό να δω .. προ-προ-προ-προπάππου μου! Πού ακούστηκε οι αιώνιοι εχθροί, να είναι φίλοι! Πρόσεχε Κώνωψ μην την πατήσεις κάποια μέρα!

Το κουνουπάκι λίγο σκέφτηκε τα λόγια της κουκουβάγιας και ανέμελο τριγυρνούσε καθημερινά στο δάσος, πετώντας προς τον μεγάλο βάλτο για να συναντήσει τον φίλο του. Κάποια μέρα κουρασμένο όπως ήταν, αφού έψαχνε για ώρες τον φίλο του, έκατσε στην άκρη του βάλτου για να ξεκουραστεί. Ήταν τόσο εξαντλημένο όμως που ξεχάστηκε και ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του μια οικογένεια βατράχων.
Το είχαν περικυκλώσει κι ενώ ετοιμάζονταν να το κάνουν μια μπουκιά, ακούστηκε από το βάθος ο φίλος του να κοάζει θυμωμένα και ανήσυχα! Την ίδια στιγμή ο Κώνωψ βρήκε την ευκαιρία να πετάξει γρήγορα και να ξεφύγει!
Όταν οι βάτραχοι απομακρύνθηκαν, το μικρό βατραχάκι έκανε νόημα στον Κώνωψ να κατέβει.

- Δεν έχω λόγια για να σε ευχαριστήσω, είπε!
- Δεν χρειάζεται φίλε μου, για αυτό είναι οι φίλοι, είπε χαμογελώντας το βατραχάκι.

Από εκείνη τη μέρα και ύστερα, το μικρο βατραχάκι και το μικρό κουνουπάκι έγιναν δυο αχώριστοι φίλοι και όπου κι αν κοιτούσες, μαζί θα τους έβλεπες!
Έτσι κυλούσαν ευχάριστα οι μέρες στο μαγικό δάσος με παιχνίδια αλλά και με περιπέτειες για τους μικρούς μας φίλους, τις οποίες αντιμετώπιζαν πάντα μαζί!


Πηγή: paramythi.com

Εδώ η συνέχεια »

Ο Μαγικός Καθρέφτης (Παραμύθι από την Ισπανία)

   

Μια φορά κι ένα καιρό, σ’ ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ένας βασιλιάς. Παρόλο που ήταν νέος κι έκανε πολλά λάθη στην διακυβέρνηση του τόπου, οι υπήκοοί του τον αγαπούσαν πολύ, και ξέρετε γιατί; Επειδή παραδεχόταν τα λάθη του και προσπαθούσε να τα διορθώσει.

Κάποτε ο βασιλιάς αποφάσισε ότι ήταν καιρός να παντρευτεί. Αλλά πώς να διαλέξει την κατάλληλη κοπέλα; Ρώτησε τον κουρέα του την ώρα που τον ξύριζε.

- Μην ανησυχείς, βασιλιά μου, του απάντησε ο κουρέας. Θα σε βοηθήσω εγώ.

Από την άλλη κιόλας μέρα ο κουρέας έλεγε σε καθένα που έμπαινε στο μαγαζί του ότι ο βασιλιάς ήθελε να παντρευτεί.

- Και πώς θα διαλέξει τη νύφη; τον ρωτούσαν όλοι.

Τότε εκείνος τους έδειχνε έναν ωραίο χρυσοστόλιστο καθρέφτη και τους έλεγε:

- Βλέπετε αυτόν τον καθρέφτη; Είναι μαγικός! Αν κάποιος κοιταχτεί μέσα, κάθε του ελάττωμα θα θαμπώσει το κρύσταλλο σα λεκές! Όποια κοπέλα λοιπόν θέλει να παντρευτεί το βασιλιά πρέπει να κοιταχτεί μέσα στον καθρέφτη για να φανούν τα ελαττώματά της. Εγώ θα βρίσκομαι δίπλα της για να τα δω και να τα πω στο βασιλιά. Κι εκείνος θα αποφασίσει αν η κοπέλα του ταιριάζει ή όχι.

Στόμα με στόμα η είδηση έφτασε σε όλους τους κατοίκους του βασιλείου. Πολλοί γέλασαν με τον παράξενο τρόπο που θα χρησιμοποιούσε ο κουρέας του βασιλιά για να του βρει νύφη. Όλος ο κόσμος νόμιζε ότι οι ανύπαντρες κοπέλες θα έκαναν ουρές έξω από το κουρείο για να δοκιμάσουν την τύχη τους. Όμως δεν πήγε καμιά!

Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν οι εβδομάδες, αλλά καμιά κοπέλα, ούτε φτωχή ούτε πλούσια, δεν είχε το θάρρος να δείξει τα ελαττώματά της στον καθρέφτη του κουρέα.

Ο καημένος ο βασιλιάς ήταν πολύ στενοχωρημένος που καμιά κοπέλα δε ζητούσε να τον παντρευτεί.

- Οι βασιλιάδες των γειτονικών χωρών δε δυσκολεύτηκαν να βρουν γυναίκα. Εγώ γιατί δε μπορώ να βρω μία; ρωτούσε τον κουρέα του.

- Βασιλιά μου, απαντούσε εκείνος, κάνε υπομονή. Πολλές κοπέλες θάθελαν να γίνουν βασίλισσες αλλά φοβούνται να κοιτάξουν στο μαγικό καθρέφτη. Εδώ που τα λέμε δεν είναι εύκολο πράγμα να φανερώσει κάποιος τα ελαττώματά του. Ας περιμένουμε λίγο ακόμα μήπως κάποια πάρει θάρρος κι έρθει να κοιτάξει μέσα στον καθρέφτη μου.

Αλλά πέρασαν κι άλλες μέρες χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς απελπίστηκε. Έχασε την υπομονή του και μάλωσε τον κουρέα του:

- Μ’ αυτές τις παράξενες ιδέες σου κατάντησα να μη μπορώ να βρω γυναίκα! Υποσχέθηκες να μου βρεις μια κοπέλα αντάξιά μου. Βρες τη μου λοιπόν!

- Υπάρχει ακόμα μια ελπίδα, είπε σκεπτικός ο κουρέας. Η βοσκοπούλα, που βόσκει το κοπάδι της στο απέναντι βουνό, ίσως να μη φοβηθεί τη μαγική δύναμη του καθρέφτη μου. Όμως θα τη δεχόσουν για γυναίκα σου;

- Παράγγειλέ της να έρθει, απάντησε ο βασιλιάς. Εξήγησέ της τι κάνει ο μαγικός καθρέφτης και πες της ότι πρέπει να κοιταχτεί μέσα σ’ αυτόν. Αν αποφασίσει να έρθει θα τη δεχτώ με όλες τις τιμές στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού.

Η βοσκοπούλα ήταν μια απλή κοπέλα, ούτε πολύ όμορφη ούτε πολύ άσχημη. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι κοντά στους πρόποδες του βουνού. Κάθε μέρα ξυπνούσε από τα χαράματα για να βοσκήσει τα πρόβατά της, που τ’ αγαπούσε και τα φρόντιζε πολύ. Όταν έμαθε ότι ο βασιλιάς της ζητούσε να δοκιμάσει το μαγικό καθρέφτη δέχτηκε.

Την καθορισμένη ημέρα μαζεύτηκε πολύς κόσμος στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού. Όταν η βοσκοπούλα μπήκε μέσα, ο βασιλιάς την υποδέχτηκε ευγενικά και της είπε:

- Καλή μου κοπέλα, χαίρομαι που ήρθες! Αν θέλεις να γίνεις γυναίκα μου πρέπει να κοιταχτείς μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη. Αν έχεις κάνει στη ζωή σου κάτι που δεν είναι σωστό, ο καθρέφτης θα θαμπώσει.

- Βασιλιά μου, απάντησε η κοπέλα, κάνω λάθη κάθε μέρα, όπως συμβαίνει σε όλους. Να, για παράδειγμα, πολλές φορές οδηγώ το κοπάδι μου σ’ ένα λιβάδι που δεν έχει πολύ χορτάρι, κι έτσι τα πρόβατά μου μένουν πεινασμένα. Άλλες φορές τα έχω βγάλει να βοσκήσουν με άσχημο καιρό και μερικά μου έχουν αρρωστήσει. Μια φορά αναποδογύρισα κατά λάθος το δοχείο με το γάλα και το γάλα χύθηκε όλο στο πάτωμα. Όμως παραδέχομαι τα λάθη μου και προσπαθώ να μην τα ξανακάνω. Φαίνεται ότι τα πρόβατά μου 
καταλαβαίνουν την προσπάθειά μου και με εμπιστεύονται. Δε με νοιάζει αν θα γίνω βασίλισσα αλλά θα κοιταχτώ στον καθρέφτη σου γιατί δεν έχω τίποτα να κρύψω.

Και πλησιάζοντας τον καθρέφτη, κοιτάχτηκε μέσα… Είδε το πρόσωπό της να απεικονίζεται πεντακάθαρα στην επιφάνειά του χωρίς να θαμπώσει καθόλου το κρύσταλλο. Οι κοπέλες που βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα πλησίασαν κι αυτές και κοίταξαν μέσα. Τα πρόσωπά τους καθρεφτίστηκαν καθαρά. Τότε έγινε φασαρία και οι κοπέλες φώναζαν θυμωμένες:

- Μας ξεγελάσατε! Αυτός ο καθρέφτης δεν είναι μαγικός. Είναι ένας καθρέφτης σαν όλους τους άλλους!

- Όχι κοπέλες μου, απάντησε ήρεμα ο βασιλιάς. Μόνες σας πέσατε στην παγίδα. Αν είχατε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας, όπως η βοσκοπούλα, δε θα φοβόσαστε να κοιταχτείτε στον καθρέφτη.

Έτσι ο βασιλιάς παντρεύτηκε τη βοσκοπούλα και κυβέρνησαν μαζί το βασίλειο για πολλά πολλά χρόνια, με αγάπη και δικαιοσύνη. Αλλά η βοσκοπούλα δεν ξέχασε το κοπάδι της. Το έδωσε στον καλύτερο βοσκό του βασιλιά, που το αγαπούσε και το φρόντιζε όπως εκείνη!



Από το βιβλίο Tales from the Lands of Nuts and Grapes: Spanish and Portuguese Folklore, by Charles Sellers, London, 1888. Απόδοση Άννα Αλιφραγκή

Πηγή: synthesi.com.gr
Εδώ η συνέχεια »