Η Πετρόσουπα

   


Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριουδάκι, πολύ μακριά από δω, μεγάλη συμφορά βρήκε τους κατοίκους. Εξαφανίστηκαν όλα τα ψάρια της θάλασσας και οι άνθρωποι δεν είχαν να φάνε. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει που πήγαν τόσα ψάρια. Οι ψαράδες του χωριού τα είχαν βάψει μαύρα που γύρναγαν στο σπιτικό τους κάθε βράδυ με άδεια χέρια! Οι κάτοικοι είχαν απελπιστεί και… πεινούσαν.


Μαζεύονταν κάθε μεσημέρι στην πλατεία του χωριού, γυναικόπαιδα και ψαράδες και έκλαιγαν την μοίρα τους: «Και τι θα κάνω τώρα; Που θα βρω φαγητό να θρέψω την οικογένειά μου;» μονολογούσε ο μπάρμπα Στάθης κοιτώντας την άδεια θάλασσα.

« Άι βάι.. Το παιδί είναι νηστικό 2 μέρες.. Θα αρρωστήσει!» έλεγε με αναφιλητά η κυρά Τασούλα στον γιατρό του χωριού, που από την πείνα είχε αρχίσει να μασουλάει λαίμαργα τα νύχια  του.  «Δεν υπάρχει λύση! Να πάμε όλοι να πνιγούμε λέω εγώ» είπε και ο κυρ Χρήστος, που όλοι τον λέγανε γρουσούζη στο χωριό και δεν αναρωτιέμαι γιατί… Αυτό γινόταν μια ολόκληρη εβδομάδα! Μαζεύονταν στην πλατεία όλοι και κλαίγανε…

Ώσπου μια μέρα ένας παμπόνηρος μάγειρας που τριγυρνούσε από δω και από κει ψάχνοντας κάτι να φάει, έφτασε στο χωριό, κάθισε στη πλατεία κάτω από ένα θεόρατο πλάτανο και χάζευε τους χωριανούς. Ήταν όλοι απλοί άνθρωποι, φτωχικοί , με ρουφηγμένα μάγουλα , φαίνονταν αδύνατοι σαν ακρίδες. Τους άκουγε να τσακώνονται και να παραπονιούνται πως δεν είχαν φαγητό για να φάνε. Απογοητεύτηκε πολύ αφού κατάλαβε πως δεν θα ικανοποιούσε την πείνα του και ετοιμάστηκε να φύγει για το επόμενο χωριό. Καθώς όμως έβλεπε εκεί δίπλα τα παιδιά να παίζουν πεντόβολα με τις πέτρες, του ήρθε μια τρομερή ιδέα: «Αυτό θα κάνω!», είπε δυνατά και ανεβαίνοντας σε ένα ψηλό πεζουλάκι άρχισε να φωνάζει:

«Καλοί μου χωριανοί, ξέρω πως εδώ και καιρό πείνα έχει πέσει στο θαλασσοχώρι σας. Όμως ως μάγειρας, ο καλύτερος όλων μάλιστα, σκέφτηκα μια συνταγή εύκολη με απλά υλικά που θα γεμίσει όλων μας την κοιλιά. Πρόκειται για μια πεντανόστιμη σούπα, λέγεται πετρόσουπα!!!»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του ο μυστήριος μάγειρας που εμφανίστηκε από το πουθενά και αμέσως ακούστηκε και ο κυρ Χρήστος να φωνάζει: «Τι πετρόσουπες μας τάζεις; Με πέτρες θα γεμίσουμε τις κοιλιές μας; Είσαι τρελός;»… « Δίκιο έχει ο κυρ Χρήστος. Για το όνομα του θεού. Οι πέτρες δεν τρώγονται!», είπε ο παπάς του χωριού που εκείνη την ώρα προσπαθούσε να ηρεμήσει ένα μικρό αγοράκι που κλαίγοντας μουρμούριζε πόσο πεινούσε.

«Μα καλά δεν λυπάστε τα καημένα τα παιδιά σας; Κάθεστε όλη μέρα εδώ και παραπονιέστε χωρίς να κάνετε τίποτα; Τι έχετε να χάσετε αν δοκιμάσετε την συνταγή μου;» είπε ο μάγειρας και αμέσως έβαλε μια τεράστια κατσαρόλα στη φωτιά. Την γέμισε μέχρι την μέση με νερό και περίμενε να βράσει. Περίμενε και περίμενε… Λέγοντας «Τι ωραία που θα γινόταν η πετρόσουπα αν είχαμε λίγο λάδι»…
Πετάγεται τότε η κυρα Τασούλα και φέρνει μια κούπα λάδι που είχε απομείνει στο σπίτι. Ρίχνοντας το μέσα στη σούπα ο παμπόνηρος μάγειρας λέει: «Αχ να είχαμε μερικά καρότα να νοστίμιζε η σούπα μας!». «Α! έχω ένα καρότο στο σπίτι» ακούστηκε μια φωνή. «Α! και εγώ έχω μερικά!» ακούστηκε μια άλλη. «Τραβάω να τα φέρω…»

Καθώς έριχνε και τα καρότα μέσα στην κατσαρόλα, λέει δυνατά: « Πω πω, αν είχαμε μερικές πατάτες και κρεμμυδάκια, αλάτι και πιπέρι, η πετρόσουπα θα γινόταν ακόμα καλύτερη!» Τότε, πρώτος-πρώτος ο κυρ Χρήστος πήγε και έφερε μια μεζούρα αλάτι που είχε φυλαγμένη στο σπίτι και μετά ακολούθησαν κι άλλοι συγχωριανοί φέρνοντας ότι είχε απομείνει από πατάτες, κρεμμύδια και πιπέρι.

Ο μάγειρας με ένα πονηρό χαμόγελο άρχισε να ανακατεύει δυνατά τη σούπα, ενώ όλοι καθισμένοι στα τραπέζια περίμεναν να δοκιμάσουν την συνταγή. Το φαγοπότι ξεκίνησε και ενθουσιασμένοι όλοι από τη γεύση γέμιζαν και ξαναγέμιζαν τα πιάτα τους δίχως στιγμή να σκεφτούν ότι η πεντανόστιμη πετρόσουπα είχε γίνει χωρίς πέτρες.

Την επόμενη μέρα ο παμπόνηρος μάγειρας με γεμάτη την κοιλιά και τη συνταγή της πετρόσουπας στη τσέπη του,τράβηξε για το επόμενο χωριό.

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ.


Εκτύπωση ανάρτησης ή δημιουργία Pdf ή αποστολή της με Email